by Αντρέι Κοτσεργκίν
‘With insomnia, nothing’s real. Everything’s far away. Everything’s a copy of a copy of a copy… ‘
Στο FIGHT CLUB ο ανώνυμος αφηγητής μας περιγράφει την αϋπνία από την οποία πάσχει σαν μια μόνιμη φάση όπου τίποτα δεν φαντάζει πλέον αληθινό. Όλα μοιάζουν να απομακρύνονται από εσένα και τα πάντα φαντάζουν ως το αντίγραφο ενός άλλου αντίγραφου και πάει λέγοντας…
Ολόκληρη η μίζερη καθημερινότητα του αφηγητή μπορεί να συμβολιστεί ως ένα ‘φωτοτυπικό μηχάνημα’ το οποίο δουλεύει αδιάκοπα και κάθε μέρα ξερνάει από μέσα του ακριβώς τις ίδιες εικόνες ,λέξεις και συμπεριφορές. Πλέον ο αφηγητής μας έχει βυθιστεί τόσο πολύ μέσα στην δουλεία του, τον υπερκαταναλωτισμό που μας διακρίνει ως κοινωνία αλλά και στην ανυπαρξία της προσωπικής ζωής του που φαντάζει ανήμπορος να πατήσει το κουμπί του ‘OFF‘ σε αυτό το ‘μηχάνημα‘. Αυτή του η αδυναμία τον χτυπάει μέσα του σε τόσο μεγάλο βαθμό, έστω και αν δεν το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, που στο τέλος ‘αναγκάζεται‘ να πλάσει μια δεύτερη περσόνα για τον εαυτό του μέσω της οποίας θα μπορέσει επιτέλους να είναι εκείνος ο ‘ελεύθερος‘ άντρας που θέλει πραγματικά να είναι.
Όμως και πάλι παρά όλες του τις ικανότητες, την ευρηματικότητα, την δύναμη, την γοητεία και την γαματοσύνη ακόμη και ο μυθοπλαστικός Tyler Durden αδυνατεί να ξεφύγει από μια ρουτίνα που λειτουργεί ως η φωτοτυπία μιας άλλης φωτοτυπίας…

Η λέσχη πάλης την οποία στήνει μαζί με το άλλο μισό του πολύ γρήγορα από κάτι το ‘μοναδικό‘ εξελίσσεται σε έναν ακόμη θεσμό. Το ίδιο ισχύει και για τους βανδαλισμούς που προκαλεί η ‘στρατιά‘ του καθώς από ένα σημείο και ύστερα οι βανδαλισμοί αυτοί όσο και αν διαφέρουν φαινομενικά μεταξύ τους στην τελική απλά αποτελούν ένα ακραίο αντίγραφο του προηγούμενου και του προηγούμενου …
Προς το τέλος ο Tyler δείχνει και ο ίδιος να αντιλαμβάνεται πλήρως αυτόν τον φαύλο κύκλο και έτσι αποφασίζει να βάλει σε λειτουργία το ‘Project Mayhem’ του με το οποίο θα κλονίσει οριστικά και αμετάκλητα ένα ‘ακλόνητο’σύστημα που εδώ και δεκαετίες λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που εξαρχής λειτουργούσε.
Φυσικά πλέον όλοι μας γνωρίζουμε πως εξελίχθηκε όλο αυτό…

Όμως στο FIGHT CLUB ακόμη και ο σκηνοθέτης του λειτουργεί την ταινία του σαν ένα ‘φωτοτυπικό μηχάνημα’.
Σε όλη την διάρκεια του φιλμ ο Fincher επαναλαμβάνει ορισμένες μικρές αλλά κρίσιμες λεπτομέρειες. Για παράδειγμα το σήμα των Starbucks συνεχώς κάνει την εμφάνιση του υποδηλώνοντας μας ότι οι πολυεθνικές, τα franchises και γενικότερα κάθε είδους προϊόντα και μάρκες κατακλύζουν πλέον την καθημερινότητα μας και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της. Μάλιστα ορισμένοι είμαστε τόσο εθισμένοι πλέον σε όλα αυτά που πολλές φορές επιτρέπουμε στα υλικά αγαθά να ορίζουν τον ‘σκοπό‘ και τα ‘θέλω‘ ολόκληρης της ύπαρξης μας. Που να πάρει η οργή έχουμε φτάσει στο σημείο να τρελαίνομαστε στην σκέψη και μόνο ότι μπορεί να περάσει μια μέρα δίχως να ρουφήξουμε με ευχαρίστηση την αγαπημένη μας μάρκα καφέ ή τσιγάρου και δίχως να προλάβουμε να χλαπακιάσουμε λαίμαργα το σνακ που προτιμούμε…
Ως φωτοτυπία φαντάζει από ένα σημείο και ύστερα ακόμη και ο ‘αναρχικός , απρόβλεπτος και ανατρεπτικός’ Tyler Durden ενώ εκφωνεί κάθε βράδυ τους ίδιους ‘απαράβατους‘ κανόνες της λέσχης του. Όμως εδώ προκύπτει και ένα λογικό ερώτημα :
Ήθελε όντως ο Tyler Durden να ΜΗΝ μιλάμε για το FIGHT CLUB ?

Ο Tyler εξαρχής είναι απόλυτα σαφής ως προς τους κανόνες που οφείλουν να ακολουθούν τα μέλη της λέσχης του :
1st RULE: You do not talk about FIGHT CLUB.
2nd RULE: You DO NOT talk about FIGHT CLUB.
Και όμως σοβαρά τώρα ο τυπάς αυτός ειλικρινά περίμενε ότι όλοι θα τηρήσουν τους δυο πρώτους κανόνες του ?!
Προφανώς και όχι…
Ο Tyler εξαρχής με το που κάνει την ‘εκρηκτική‘ εμφάνιση του στην ζωή του ‘Jack‘ είχε έναν ξεκάθαρο λόγο ύπαρξης και έναν σταράτο σκοπό :
Ήθελε να ανατρέψει ολοκληρωτικά την πεζή και καταναλωτική ρουτίνα του αφηγητή / ‘Jack‘, να τον σπρώξει προς τις αρχέγονες macho παρορμήσεις του και να τον κάνει να αντιληφθεί την πραγματικότητα του μέσα από ένα εντελώς ολοκληρωτικό πρίσμα. Αυτό θα συνέβαινε μονάχα μέσα από την ολική ‘κατεδάφιση‘ του καταναλωτισμού στον οποίο υπάκουε με τόση προσήλωση ο Jack.
Όμως για να έχει ελπίδες εκπλήρωσης το πρότζεκτ ‘MAYHEM‘ o Tyler Durden είχε ανάγκη έναν μικρό ‘στρατό‘ από πιστούς συνεργάτες που θα τον βοηθούσαν να πραγματοποιήσει το ανατρεπτικό ‘όραμα‘ του.Στο FIGHT CLUB ουσιαστικά ο Tyler προβαίνει στον ορισμό της αντεστραμμένης ψυχολογίας. Προτρέποντας ξανά και ξανά τους νεοσύλλεκτους του να ΜΗΝ μιλάνε στον έξω κόσμο για την ύπαρξη του FIGHT CLUB τους κάνει να νιώθουν ότι μοιράζονται μαζί του ένα σπουδαίο και πολύτιμο ‘μυστικό‘. Και φυσικά όταν ένας άνθρωπος γνωρίζει ένα τέτοιο μυστικό το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να το μοιραστεί με κάποιο δικό του πρόσωπο.
Μέσα από τους δυο πρώτους ‘κανόνες’ του FIGHT CLUB και την συστηματική επανάληψη τους ο πανούργος Tyler Durden βάζει μπρος την δημιουργία του ‘στρατού’ του.
Ως μια ακόμη επαναλαμβανόμενη ‘φωτοτυπία‘ λειτουργούν και οι σποραδικές ‘κρυμμένες‘ εμφανίσεις του Tyler, είτε μέσα από μια διαφήμιση της τηλεόρασης είτε φάτσα φόρα μπροστά μας αλλά μέσα σε ένα ύπουλα τοποθετημένο καρέ που δύσκολα το αντιλαμβάνεται κανείς την πρώτη φορά που θα δει την ταινία, οι οποίες μας αποκαλύπτουν κατάμουτρα την ψυχική κατάσταση του αφηγητή μας από πολύ νωρίς…
Από την πλευρά του ο αφηγητής ακόμη και όταν καταφεύγει σε ακραία μέτρα στην προσπάθεια του να ξεφύγει από την αϋπνία που τον βασανίζει, μια ‘αϋπνία‘ που εδώ ουσιαστικά είναι μια αλληγορία γύρω από το κοινωνικό και υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει και εγκλωβιστεί ο ‘Jack‘, καταλήγει να διαστρεβλώσει αυτά τα μέτρα σε ‘φωτοτυπίες‘. Ο ‘Jack‘ αρχίζει να συμμετέχει μανιωδώς σε συνεδρίες στήριξης ατόμων που πάσχουν από ανίατες ασθένειες , μια διαδικασία που θεωρεί ότι τον βοηθά να βρει την ‘γαλήνη‘ που έχει ανάγκη ώστε επιτέλους να κοιμηθεί. Και όμως ακόμη και εκεί απλά αδυνατεί να αφήσει πίσω του όλα όσα τον κρατάνε δέσμιο και τον εμποδίζουν από το να βρει τον αληθινό του εαυτό.
Και για αυτό το ‘πνευματικό ζώο’ στους διαλογισμούς του αφηγητή είναι ένας πιγκουίνος…

Ο Jack απλά αδυνατεί να βρει έναν τρόπο ώστε να ξεφύγει από την μίζερη και επαναλαμβανόμενη ρουτίνα του. Ακριβώς σαν ένας πιγκουίνος που δεν μπορεί να πετάξει μακριά από τα δικά του προβλήματα. Το μόνο που μπορούν να κάνουν και οι δυο είναι απλά να ‘γλιστρήσουν‘ επάνω στον πάγο με την ελπίδα ότι θα απομακρυνθούν κάπως από εκείνα. Όμως αυτή η προσπάθεια είναι παντελώς μάταιη καθώς έτσι δεν θα ελευθερωθούν ποτέ από όσα τους κρατάνε δέσμιους.
Επίσης όπως και ο Jack, στις αρχές της ιστορίας, έτσι και ο Πιγκουίνος είναι ένα πλάσμα που ακολουθεί πιστά την ρουτίνα του σιναφιού του. Όταν όμως η Marla Singer εισβάλει στις ‘θεραπευτικές ομάδες του’ ο Tyler αντί για το πτηνό αρχίζει να βλέπει εκείνη μέσα στο σπήλαιο του. Αυτή είναι η στιγμή που ο Jack συνειδητοποιεί ότι έχει περισσότερα κοινά σημεία με την Marla, ένα άτομο που επίσης βρίσκεται εγκλωβισμένο σε μια δική του , εντελώς διαφορετική, ρουτίνα…
Ως μια φωτοτυπία κρίνεται και ο υπερκαταναλωτισμός που διακρίνει την καθημερινότητα του αφηγητή πριν έρθει η στιγμή της πολυπόθητης , και εκρηκτικής, ‘αφύπνισης‘ του από τα χέρια του Tyler. Διάολε ο άντρας αυτός μένει μόνος του μέσα σε ένα διαμέρισμα και παρόλα αυτά έχει τιγκάρει τα ντουλάπια του με ένα σωρό από πιάτα και μπολάκια που ανάθεμα με και αν χρησιμοποιεί όντως έστω και τα μισά από αυτά αλλά και με όργανα γυμναστικής που αν κρίνουμε από το πλαδαρό κορμί του ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να τα αξιοποιήσει. Απλά τα αγόρασε επειδή ένιωθε ότι θα του προσδώσουν ένα κύρος και κατά συνέπεια μια αίσθηση ολοκλήρωσης και ευδαιμονίας.
Το FIGHT CLUB του David Fincher σε αρκετά σημεία , τόσο σκηνοθετικά όσο και θεματολογικά λειτουργεί ως η ‘φωτοτυπία μιας άλλης φωτοτυπίας, μιας άλλης φωτοτυπίας…’ και μέσω αυτής της επανάληψης ο σκηνοθέτης μας θυμίζει ότι ως κοινωνία έχουμε βρεθεί μπλεγμένοι μέσα σε ένα φαύλο κύκλο υπερκαταναλωτισμού, απληστίας και απόλυτης ματαιοδοξίας.
Εντελώς ειρωνικά το FIGHT CLUB με την κυκλοφορία του το 1999 αποτέλεσε την αφορμή ώστε να ξεβραστούν μέσα από αυτό αμέτρητες άλλες ταινίες που πλέον φαντάζουν ως οι ‘φωτοτυπίες‘ αυτής του Fincher….

Τελικά όμως οι φουσκάλες επάνω στα πιατάκια και τα μπολάκια του ΙΚΕΑ σημαίνουν πως αυτά έχουν φτιαχτεί από τα χέρια τίμιων εργατών κάποιας ταλαίπωρης χώρας ?
Πιθανότατα όχι.
Όμως από την άλλη αν θες να πιστέψεις σε κάτι τέτοιο είναι καθαρά δική σου επιλογή. Στην τελική μονάχα εσύ ορίζεις τι είναι αυτά που σε καθορίζουν ως άνθρωπο. Τώρα το αν τα πράγματα που σου ανήκουν στην πορεία θα καταλήξουν να φαντάζουν ως οι απόλυτοι ‘δυνάστες‘ της ύπαρξης σου τότε και για αυτό ευθύνεσαι αποκλειστικά ο ίδιος.
Προσωπικά ύστερα από μερικές εξώσεις που έχω φάει από διάφορα διαμερίσματα που έμενα κατά καιρούς, και που με ανάγκασαν να αφήσω πίσω μου καναπέδες, έπιπλα και πιάτα (δίχως φουσκάλες) μπορώ να πω με σιγουριά ότι κανένας γαμημένος καναπές δεν θα μου πει ποίος πραγματικά είμαι.
Βέβαια μάλλον μιλάω εκ του ασφαλούς μιας και κατόρθωσα να κρατήσω όλα εκείνα τα υλικά αντικείμενα που πραγματικά με ενδιέφεραν…

Στο φινάλε ο καταναλωτισμός έχει στιγματίσει σε τόσο πολύ μεγάλο βαθμό την ψυχοσύνθεση μας που ακόμη και αν επιλέξουμε να καταφύγουμε στα βουνά και στις ερημιές πάντα θα λιγουρευόμαστε ένα ψυγείο γεμάτο παγωμένες μπύρες, ένα ράφι τιγκαρισμένο στα μπαχαρικά και μια τηλεορασάρα όπου θα βλέπουμε την τεράστια συλλογή μας από BluRay δίσκους…
Επίσης στο τέλος όσο και αν το παλέψουμε πολύ δύσκολα θα κατορθώσουμε να κλείσουμε το φωτοτυπικό μηχάνημα που κινεί αδιάκοπα την ρουτίνα μας. Στις μέρες μας όλα φαντάζουν επαναλαμβανόμενα και τυποποιημένα. Η δουλεία μας, οι αγορές μας, η διασκέδαση μας και διάολε μέχρι και οι μεταξύ μας συναναστροφές.
Narrator: What do you do for a living?
Tyler Durden: Why? So you can pretend like you’re interested?
Στην πρώτη κιόλας κουβέντα της μεταξύ τους ‘γνωριμίας‘ ο Tyler φαίνεται να την ‘λέει‘ χύμα στον αφηγητή μας για το κάλπικο ‘ενδιαφέρον‘ που δείχνει απέναντι του. Όμως στην πραγματικότητα εδώ ο Tyler Durden απευθύνεται κυρίως σε εμάς τους ίδιους.
Η σκηνή αυτή είναι ένα τεράστιο ‘ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ’ κόντρα στις κοινωνικές νόρμες που έχουμε υιοθετήσει όλοι μας , ανεξαιρέτως. Απλά προσπάθησε να αναλογιστείς πόσες φορές επιδεικνύεις το ‘ενδιαφέρον‘ σου απέναντι σε έναν άλλο άνθρωπο επιστρατεύοντας τις ίδιες και ίδιες ‘στημένες‘ ερωτήσεις, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να δίνεις μια δεκάρα για τις απαντήσεις που εκείνος θα σου δώσει. Ο μόνος λόγος που ρωτάς είναι επειδή μέσα σου νιώθεις ‘υποχρεωμένος‘ να ρωτήσεις. Κάποιος, κάπου και κάποτε σου υπέβαλλε έναν ‘απαράβατο‘ κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς. Και αμέσως μετά έναν άλλο , εξίσου ‘απαράβατο’ κώδικα και μετά έναν άλλον και πάει λέγοντας...
Και κάπου μέσα σε όλους αυτούς τους ‘κώδικες‘ ειλικρινά πως γίνεται ένας άντρας να μην χάσει τον εαυτό του ή ακόμη και να αδυνατεί εξαρχής να τον ανακαλύψει όντας εγκλωβισμένος σε νόρμες και κανόνες ?
Κάπου προς την μέση της ταινίας ο Tyler ‘χαρίζει‘ στον αφηγητή μας ένα …χημικό έγκαυμα…

Κατευθείαν ο αφηγητής μας πασχίζει να ξεφύγει από τον πόνο μόλις όμως διαπιστώνει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να συμβεί αμέσως καταφεύγει στον διαλογισμό ώστε να ‘μπλοκάρει‘ τον πόνο από τη ζωή του…
‘ Stay with the pain, don’t block this out. ‘ ακούμε τον Tyler να τον προτρέπει με πάθος. Και στην συνέχεια τον βάζει να αναλογιστεί το ενδεχόμενο ότι εκεί έξω υπάρχει ένας ‘Θεός‘ που όχι μόνο δεν τον γουστάρει αλλά και που πιθανότατα τον μισεί κιόλας. Ένας ‘Θεός‘ τον οποίο ο Jack στην πραγματικότητα ΔΕΝ τον έχει καμία ανάγκη και ας τον είχε κάνει η κοινωνία γύρω του να πιστεύει μια ζωή το ακριβώς αντίθετο…
Αυτή είναι η στιγμή που ο Tyler Durden πασχίζει να μας δώσει να καταλάβουμε ότι είμαστε όλοι ισάξιοι επάνω σε αυτόν τον κόσμο και ότι δεν υπάρχει τίποτε το ‘κακό‘ ή το ‘ένοχο‘ στο να δημιουργείς στον κόσμο γύρω σου μια πόλωση γύρω από την αληθινή σου εικόνα και τον πραγματικό εαυτό σου.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι σχεδόν κανείς μας δεν δείχνει έτοιμος και πρόθυμος να ‘αποδεχτεί τον πόνο’ ενός τόσο ισχυρού και αφυπνιστικού ‘χημικού εγκαύματος’ που θα αλλάξει για πάντα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τόσο την κοινωνία μας όσο και εμάς τους ίδιους.
‘Man, I see in fight club the strongest and smartest men who’ve ever lived. I see all this potential, and I see squandering. God damn it, an entire generation pumping gas, waiting tables; slaves with white collars. Advertising has us chasing cars and clothes, working jobs we hate so we can buy shit we don’t need. We’re the middle children of history, man. No purpose or place. We have no Great War. No Great Depression. Our Great War’s a spiritual war… our Great Depression is our lives. We’ve all been raised on television to believe that one day we’d all be millionaires, and movie gods, and rock stars. But we won’t. And we’re slowly learning that fact. And we’re very, very pissed off. ‘
Ειλικρινά στο τέλος δεν έχει καμία σημασία αν είσαι άντρας ή γυναίκα για να καταλάβεις την σημασία όσων θέλει να μας πει και να μας δείξει ο Tyler Durden. Όσο περνούν οι εποχές χανόμαστε ολοένα και περισσότερο στο τέρας του καταναλωτισμού που οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Κάπου ανάμεσα σε όλες αυτές τις φανταχτερές νέον ταμπέλες και τις εξαιρετικά οικείες και ποθητές μάρκες και αλυσίδες χάσαμε τον σκοπό μας.
Και η ειρωνεία είναι ότι ο ‘αφυπνιστής‘ μας Tyler Durden στην τελική δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ένα ακόμη προϊόν αυτού του συστήματος. Μια φωτοτυπία που με την σειρά της θα δώσει την θέση και τα ‘μηνύματα‘ της σε άλλες φωτοτυπίες που θα φέρουν επάνω τους διαφορετικούς τίτλους τύπου ‘V for Vendetta’ ή ‘JOKER‘ όμως στην πραγματικότητα δεν θα διαφέρουν ιδιαίτερα μεταξύ τους…
Όπως και να χει είναι πάντοτε παρήγορη η σκέψη ότι το FIGHT CLUB του David Fincher θα βρίσκεται πάντοτε κάπου στο ράφι με τα Dvd’s ή τα BluRay μας , που επίσης τόσο ακόρεστα συλλέγουμε και καταναλώνουμε, και ότι θα εξακολουθεί να λειτουργεί ως μια γροθιά με στόχο την κοινωνική αλλά και προσωπική μας αφύπνιση.
Η τουλάχιστον να μας πουλά την ανεκτίμητη ψευδαίσθηση μιας τέτοιας γροθιάς…

Leave a Reply