by Αντρέι Κοτσεργκίν
H μεγαλομανία ανέκαθεν αποτελούσε δίκοπο μαχαίρι για τους σκηνοθέτες που υπέκυπταν σε αυτή. Αρκεί να ρωτήσει κανείς τον Michael Cimino και το πως πάσχισε να χτίσεις τις ‘Πύλες του Παραδείσου’ του και στην συνέχεια πως καταπλακώθηκε όταν αυτές απέτυχαν να στηρίξουν αποτελεσματικά το βάρος της ασυγκράτητης μεγαλομανίας του…
Στο 1917 ο Sam Mendes υποκύπτει στην δική του αρτιστική μεγαλομανία όμως κατορθώνει να χτίσει κάτι το απόλυτα στιβαρό και επιβλητικό επάνω της.

‘Why in God’s name did you have to choose me ?’
Ο δεκανέας Schofield ξυπνά απότομα από τον ολιγόλεπτο ύπνο του καθώς επιλέγεται από τον φίλο και συμπολεμιστή του Blake ώστε να τον συνοδέψει σε μια αποστολή υψίστης σημασίας και κρισιμότητας.
Τον Απρίλη του 1917 τα Γερμανικά στρατεύματα φαίνεται να εγκαταλείπουν επιτέλους το Δυτικό μέτωπο και οι Βρετανοί ετοιμάζονται να δώσουν ένα αποφασιστικό χτύπημα στον εχθρό. Όμως λίγες στιγμές πριν την μεγάλη επίθεση οι Schofield και Blake καλούνται να παραδώσουν ένα μήνυμα στον συντονιστή της επίθεσης το οποίο ίσως και να κρίνει την έκβαση της μάχης !
Οι δυο άντρες έχουν μόλις μερικές ώρες ώστε να προλάβουν την έναρξη της μάχης και έτσι καταλήγουν μέσα στα χαρακώματα να παλεύουν κόντρα στον χρόνο αλλά και τους κινδύνους που ξετυλίγονται μπροστά τους με κάθε βήμα που κάνουν. Καθώς αυτοί οι κίνδυνοι θα αρχίσουν να γίνονται όλο και πιο ευδιάκριτοι ο Schofield θα αναγκαστεί να κάνει στον φίλο του την πιο λογική και πικρόχολη ερώτηση που θα μπορούσε να κάνει κανείς μέσα σε μια τέτοια αδιανόητη Κόλαση :
‘ Γιατί πήγες και διάλεξες εμένα ?’…

Ο σκηνοθέτης Sam Mendes στελεχώνει την ταινία του με δυο σχετικά άγνωστους βρετανούς ηθοποιούς ( George MacKay και Dean Chapman) ώστε να προσδώσει στους χαρακτήρες τους μια αίσθηση θνητότητας. Κακά τα ψέματα αν ο Mendes επέλεγε για κεντρικό του ήρωα κάναν ηθοποιό/μορφή τύπου Mark Strong το 1917 δεν θα είχε την ίδια συναισθηματική βαρύτητα επάνω σου. Σε μια φάση πάντως όντως σκάει μύτη ο Mark Strong ! Εκείνη την στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να οραματίζεται το 1917 ως μια Nazixploitation ταινία όπου θα αρπάξει ο Mark Strong κάνα φλογοβόλο και θα αρχίζει να ξεκληρίζει ολομόναχος ολόκληρα τάγματα από μοχθηρούς Γερμανούς Villains επί δυο ολόκληρες ώρες και με την κάμερα συνεχώς πίσω από τους ώμους του ! Όμως αυτό το ‘όραμα‘ έχει να κάνει με τα δικά μου προσωπικά ‘σινεφίλ‘ βίτσια οπότε δεν θα επεκταθώ σε αυτή την χαμένη ευκαιρία που μας παρουσιάζεται εδώ…
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο κάνει στιβαρή δουλειά και εξυπηρετεί απόλυτα την πλοκή και το ύφος του φιλμ καθώς κάνει αυτό ακριβώς που του ζητείται :
Δείχνει συνεχώς φοβισμένο και ευάλωτο.
Οι τύπου αυτοί δεν είναι δυο ‘Ράμπο‘ που θα πάρουν τα τουφέκια τους και θα σφάξουν ορδές από Γερμαναράδες Μπάσταρδους και θα ανατινάξουν ότι τους σταθεί εμπόδιο. Εδώ σου δίνεται η αίσθηση ότι πραγματικά παρακολουθείς δυο νέα παιδιά που καλούνται να επιβιώσουν μέσα στην απέραντη σκληράδα και την παράνοια ενός πολέμου και μέσα από αυτή την διαδικασία να φιλοσοφήσουν και ίσως και να αναθεωρήσουν την φύση του πολέμου αλλά και όλα αυτά που τους οδήγησαν στο να γίνουν ‘γρανάζια‘ της πολεμικής μηχανής.
Οι Schofield και Blake λειτουργούν ως τα αρχέτυπα του πεσιμισμού και της αισιοδοξίας αντίστοιχα. Παρά το γεγονός ότι είναι φίλοι αυτή τους η αντίθεση φαίνεται να δημιουργεί μια μάχη ιδεολογιών ανάμεσα τους , ιδεολογίες που με την σειρά τους θα δοκιμαστούν μέσα στα πραγματικά πεδία μάχης . Πάντως και οι δυο χαρακτήρες εδώ αποδίδονται με έναν αρκετά μονοδιάστατο τρόπο γεγονός που τους κάνει να φαντάζουν ως τα δοχεία μέσα από τα οποία θα διακρίνουμε ως θεατές όλα τα μηνύματα που θέλει να μας περάσει ο σκηνοθέτης γύρω από τον πόλεμο.
To θέμα εδώ είναι ότι όλα αυτά τα μηνύματα τα έχουμε ξανακούσει στο παρελθόν και έτσι η επίδραση τους πλέον δεν έχει την ίδια ένταση επάνω μας…

Στο 1917 οι αληθινοί πρωταγωνιστές βρίσκονται πίσω από τις κάμερες.
Οι Sam Mendes και Roger Deakins εδώ λειτουργούν και οι ίδιοι σαν δυο φαντάροι που έχουν απόλυτη ανάγκη ο ένας τον άλλον ώστε να επιτύχουν στην δύσκολη και σπουδαία αποστολή που τους έχει ανατεθεί. Ο σκηνοθέτης σε τοποθετεί ως θεατή κατευθείαν μέσα στα χαρακώματα και σε κάνει να μοιράζεσαι μαζί με τους ταλαίπωρους φαντάρους την απόγνωση που πηγάζει μέσα από τις σκληρές συνθήκες του πολέμου αλλά και την προσμονή για την επόμενη μεγάλη μάχη. Ο Mendes ‘ακρωτηριάζει‘ τα cuts και σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι ολόκληρη η ταινία του έχει γυριστεί με μια , άντε δυο, λήψεις.
Το αυτάρεσκο και φιλόδοξο αυτό εγχείρημα στέφεται με απόλυτη επιτυχία και η παρουσία του Deakins πίσω από την κάμερα τσοντάρει τα μέγιστα σε αυτό. Η ροή της εικόνας δεν ‘σπάει‘ ποτέ ενώ σε ορισμένα πλάνα ο τύπος συνθέτει ‘πίνακες‘ που αιχμαλωτίζουν επιβλητικά τόσο την φρίκη όσο και την ‘ομορφιά‘ που μπορεί να συναντήσει κανείς στα πεδία των μαχών. Τα ερειπωμένα χωριά, τα κομμένα δέντρα και τα σφαγμένα από τους Γερμανούς ζώα, τα χαρακώματα που ζέχνουν από πτωματίλα, οι φλόγες που ‘χορεύουν‘ μυσταγωγικά στο σκοτάδι…τέτοιες εικόνες σου μεταφέρουν την εντύπωση ότι οι πρωταγωνιστές μας πορεύονται μέσα σε κάποια παραλλαγή της Κόλασης του Δάντη όμως παράλληλα ποτέ δεν χάνουν και τον ρεαλισμό τους. Κατά πάσα πιθανότητα το 1917 θα εξασφαλίσει στον Deakins το επόμενο του Όσκαρ όμως ειλικρινά ελάχιστη έως καμία σημασία δεν έχουν τα βραβεία για έναν άντρα που με κάθε νέα του ταινία μας αποδεικνύει ότι ένας κινηματογραφιστής μπορεί να λειτουργεί ως ένας σπουδαίος ‘ζωγράφος‘.
Η επιλογή του Mendes να ‘εξαφανίσει‘ τα cuts αποτελεί το μεγαλύτερο προτέρημα της ταινίας του. Στις περισσότερες ταινίες τα cuts λειτουργούν για εμάς ως η ευκαιρία να ανοιγοκλέισουμε τα μάτια μας , να πάρουμε μια ανάσα και να βγάλουμε την ένταση μας ανάμεσα σε δυο σκηνές. Εδώ αυτή η πολύτιμη χαλάρωση απουσιάζει παντελώς. Το 1917 παίρνει ένα κομμάτι σκουριασμένο συρματόπλεγμα, ‘δένει‘ με αυτό τα βλέφαρα σου και τα κρατά ανοιχτά ώστε στην συνέχεια να σε ρίξει μαζί με τους δυο ήρωες του στην φρίκη της No Man’s Land, των χαρακωμάτων, της εγκατάλειψης και του θανάτου.
Και ναι ο Mendes εδώ προβαίνει σε έναν σκηνοθετικό αυνανισμό όμως εδώ η ‘μαλακία‘ κρίνεται πέρα για πέρα επιτυχημένη !
Οπτικά το φιλμ είναι απλά υπέροχο. Ένα σπουδαίο επίτευγμα από τους Mendes και Deakins που θα χαραχθεί στην σύγχρονη κινηματογραφική ιστορία. Εκείνο όμως που απέτυχε να ‘χαράξει‘ το ίδιο αποτελεσματικά μέσα μου είναι η θεματολογία του…
Το 1917 είναι μια ακόμη (αντι)πολεμική ταινία που διακρίνεται από τα ίδια μηνύματα γύρω από την απόγνωση, τις κακουχίες, την αίσθηση του καθήκοντος , το ένστικτο της επιβίωσης , την αδιανόητη φρίκη αλλά και τον απρόσμενο ρομαντισμό που μπορεί να πετύχει ένας άντρας μέσα σε μια εμπόλεμη ζώνη. Προφανώς από μια ταινία που εξετάζει την φύση και τις συνέπειες ενός πολέμου δεν θα περίμενα κάτι το διαφορετικό.Κακά τα ψέματα κάθε πόλεμος έχει τα ‘στανταράκια‘ του και ως δημιουργός μπορείς να πεις και να δείξεις πολύ συγκεκριμένα πράγματα μέσα σε μια πολεμική ταινία.
Εκτός φυσικά αν είσαι ο Coppola και γυρνάς το Αποκάλυψη Τώρα όμως πραγματικά θα ήμουν υπερβολικά άπληστος αν περίμενα από έναν άλλον σκηνοθέτη να κατορθώσει όλα όσα κατόρθωσε ο Coppola με την εργάρα του στα τέλη των 70s…

O Mendes για να μας καθηλώσει με τον δικό του πόλεμο μας δίνει σκηνές με ακρωτηριασμένα και σαπισμένα πτώματα, τεράστια αρούρια που τρέφονται από αυτά, φλεγόμενες εκκλησίες και γενικά διάφορα από τα κλισέ που συναντάμε σε ανάλογες ταινίες. Όλα τους αποδίδονται με μεγαλοπρεπή τρόπο όμως ποτέ τους δεν έχουν μια ωμότητα ή σκληράδα που θα με συνταράξει ως θεατή. Επίσης σε κάνα δυο σημεία ο σκηνοθέτης πέφτει θύμα του ρομαντισμού του και επιστρατεύει το μελόδραμα ώστε να σου δώσει μικρές εκλάμψεις ελπίδας αλλά και για να τονίσει το γεγονός ότι ο πόλεμος σκοτώνει την αθωότητα. Προσωπικά θα προτιμούσα να έλλειπαν οι περισσότερες από αυτές τις σκηνές.
Όμως το μεγαλύτερο ‘ζόρι‘ που τράβηξα με το 1917 έχει να κάνει με την αίσθηση ότι παρά όλα του τα τεχνικά και οπτικά επιτεύγματα θεματολογικά το φιλμ αυτό μου φάνηκε σαν μια επανάληψη της Δουνκέρκης του Christopher Nolan. Στο Dunkirk o Nolan εγκλώβισε χιλιάδες φαντάρους μέσα σε μια παραλία την οποία κατόρθωσε να την κάνει να μοιάζει με ένα Καθαρτήριο απόλυτης απόγνωσης. Παράλληλα διατήρησε την εμμονή που έχει ως σκηνοθέτης με τον χρόνο καθώς κάθε λεπτό που κυλούσε σε αυτή την ταινία έμοιαζε να έχει την δική του βαριά σημασία. Έτσι ακριβώς και εδώ ο χρόνος παίζει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της υπόθεσης και στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων. Με κάθε λεπτό που περνάει ως θεατής θα αγωνιάς για τον επόμενο Γερμαναρά που θα ξεπεταχτεί μέσα από τα χαρακώματα ή τα ερείπια, για την επόμενη νάρκη που θα πατηθεί και το χειρότερο απ’όλα είναι ότι τίποτε από αυτά δεν θα συμβεί την στιγμή που θα το περιμένεις. Εδώ ο Mendes ακολουθεί έναν μεθοδικό σαδισμό που συναντάται στην αληθινή ζωή ώστε να βυθίσει τους φαντάρους του στην απόγνωση. Μονάχα που ο Mendes αντί για μια συλλογική απόγνωση προτιμά να μας παρουσιάσει εκείνη που στοιχειώνει μονάχα δυο φαντάρους οι οποίοι μάχονται τόσο με τους Γερμανούς όσο και με τον χρόνο ώστε να επιτύχουν έναν ύψιστο σκοπό.
Ο σκοπός αυτός είναι και που θα διχάσει τους δυο φίλους και συμπολεμιστές καθώς θα τους αναγκάσει να φιλοσοφήσουν επάνω στην ιδέα του ηρωισμού ενώ παράλληλα οι διάφοροι χαρακτήρες που θα συναντήσουν στα πλαίσια της πορείας τους θα τους σπείρουν αμφιβολίες σχετικά με το αν η αποστολή τους όντως έχει κάποια αληθινή αξία. Ναι μπορείς να παραδώσεις εκείνο το κρίσιμο μήνυμα που ‘θα σώσει χιλιάδες φαντάρους από έναν βέβαιο θάνατο‘ όμως ποίος σου λέει ότι το ακριβώς επόμενο μήνυμα που θα κληθείς να παραδώσεις δεν θα είναι εκείνο που θα τους στείλει στην καταδίκη τους ?
Το 1917 είναι μια ακόμη ιστορία πολέμου, διάσωσης, ηρωισμού και αυτοθυσίας όμως τουλάχιστον εδώ ο Mendes δεν θυσιάζει τον ρεαλισμό του ώστε να μας δώσει κάποιο αστείο σενάριο τύπου ‘Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν’ όπου ένα τσούρμο φαντάροι θα ρισκάρουν τα τομάρια τους για το ‘poster boy’ της μαμάς Αμερικής. Εδώ τόσο η αποστολή όσο και ο σκοπός της σε πείθουν για την αξία τους παρά το γεγονός ότι αν τα εξετάσεις με κλινικό μάτι ίσως και να μην είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα…

‘There is only one way this war ends. Last man standing.’
Τα λόγια του ‘συνταγματάρχη‘ Benedict Cumberbatch , που ακούγονται σε ένα από τα πιο έντονα σημεία της ταινίας, στο τέλος αιχμαλωτίζουν απόλυτα την ματαιότητα που διακρίνει αυτή την τόσο ‘κρίσιμη και σπουδαία’ αποστολή που καλούνται να φέρουν εις πέρας οι δυο ήρωες μας :
Στο τέλος όσα μηνύματα και αν παραδώσεις , όσο ηρωισμό και αυτοθυσία και αν επιδείξεις δεν παύεις να είσαι ένας άντρας υπερβολικά ‘μικρός‘ και θνητός ώστε να σταματήσεις την μηχανή του πολέμου από το να λειτουργεί και να ‘πριονίζει‘ τους συμπολεμιστές και τους εχθρούς σου.
Όμως καθώς αργότερα θα επιστρέφεις στην πατρίδα, αν τελικά τα καταφέρεις να γυρίσεις πίσω, η μοναδική αληθινή ανταμοιβή που μπορείς να πάρεις για τις θυσίες και τις υπηρεσίες σου είναι η αίσθηση ότι πάλεψες με όλο σου το είναι ώστε να σώσεις τους συμπολεμιστές , τους φίλους σου και τους γιους των συνανθρώπων σου. Άντρες που καθώς βρεθήκατε μαζί στα χαρακώματα για μια φευγαλέα στιγμή κοιταχτήκατε μεταξύ σας και αναρωτηθήκατε το ίδιο ακριβώς πράγμα :
Τι δουλεία έχουμε μέσα σε αυτό το Χάος ?
Βαθμολογία : Το 1917 αποτελεί τον ορισμό της καλογυρισμένης και στιβαρής (αντι)πολεμικής ταινίας και σε καμία περίπτωση δεν θα νιώσεις την ανάγκη να βγάλεις το κράνος σου και να το πετάξεις με τσαντίλα στον σκηνοθέτη…

…από την άλλη όμως ούτε και θα σε κάνει να αναφωνήσεις ‘The Horror, The Horror…’ με όλα όσα σου δείχνει.

Leave a Reply