by Αντρέι Κοτσεργκίν
‘Cassandra in Greek legend, you recall, was condemned to know the future but to be disbelieved when she foretold it. Hence the agony of foreknowledge combined with the impotence to do anything about it.’
Βρισκόμαστε στο έτος 1996.
Η δόκτωρ Kathryn Railly δίνει μια διάλεξη γύρω από το Σύνδρομο της Κασσάνδρας. Μιλάει στο ακροατήριο της για το πόσο μαρτυρικό είναι το να γνωρίζει κάποιος κάτι εκ των προτέρων όμως ταυτόχρονα να μην μπορεί να κάνει το παραμικρό ώστε να αποτρέψει αυτό το κάτι από το να συμβεί όντως. Αργότερα ενώ υπογράφει τα βιβλία της η γιατρός συναντά έναν άντρα ο οποίος αρχίζει ένα παραλήρημα ότι οι θιασώτες της ‘Αποκάλυψης‘ εκπροσωπούν την πλευρά της ‘λογικής‘. Για εκείνον η μοναδική ‘τρέλα‘ συναντάται σε μια ανθρωπότητα που συνεχώς καταστρέφει το περιβάλλον γύρω της. Η Kathryn δεν κάθεται να τον ακούσει καθώς είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της νιότης της ως υπάλληλος σε ένα ψυχιατρείο όπου σε καθημερινή βάση άκουγε παρόμοια παραληρήματα από επίδοξους ‘προφήτες‘. Αργότερα θα συναντήσει ξανά έναν τέτοιον ‘προφήτη‘…
Ο φυγάς James Cole απαγάγει την γιατρό και την αναγκάζει να τον συνοδέψει μέχρι την Φιλαδέλφεια. Κατά την διάρκεια της διαδρομής αρχίζει να της μιλά περί ‘θανατηφόρων ιών‘ που θα εξαλείψουν ‘το μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας‘ , για ‘υπόγεια εργαστήρια’ και για ‘ταξίδια στον χρόνο‘. Της αποκαλύπτει την ‘αποστολή‘ που του έχει ανατεθεί :
Πρέπει να βρει τον ‘στρατό των Δώδεκα Πιθήκων‘ και να εξασφαλίσει ένα δείγμα του θανατηφόρου ιού που θα μας καταστρέψει ώστε να το παραδώσει στους ανωτέρους του πίσω/μπροστά στο έτος 2035.
Η Kathryn δεν συνταράσσεται από αυτή την εξωφρενική ιστορία και την αποδίδει στυγνά στις ψυχικές νόσους από τις οποίες ταλαιπωρείται ο James Cole.
Στο κάτω, κάτω ακριβώς πριν από πέντε χρόνια είχε ακούσει ξανά ακριβώς την ίδια ιστορία από το στόμα του ίδιου άντρα…
Μπορεί ο Terry Gilliam να έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας από τους πιο ευρηματικούς και σουρεαλιστικούς ‘παραμυθάδες‘ όμως ανέκαθεν ως σκηνοθέτης είχε και την ικανότητα να συνθέτει ταινίες που οι ιστορίες τους θα λειτουργούσαν ως απόλυτοι ‘εφιάλτες‘.
Ακριβώς ένας τέτοιος εφιάλτης υπήρξε και το 12 MONKEYS του 1995. Ένα φιλμ που κινούνταν ανάμεσα στο Post Apocalyptic , το ψυχολογικό θρίλερ και την νεο-νουάρ επιστημονική φαντασία.
Οι ‘Δώδεκα Πίθηκοι‘ του Gilliam οφείλουν την ‘γέννηση‘ τους σε ένα μικρού μήκους φιλμ της δεκαετίας του 60 και του σκηνοθέτη Chris Marker, με τίτλο La Jetée …

Έχοντας γοητευτεί από την θεματολογία του φιλμ , που περιστρέφονταν γύρω από τα ταξίδια στο χρόνο και τις ιδέες του πεπρωμένου αλλά και της ερμηνείας του παρελθόντος, ο παραγωγός Robert Kosberg έπεισε τον Marker να του επιτρέψει την δημιουργία ενός ‘remake‘. Στην συνέχεια ο Kosberg ανέθεσε στους David και Janet Peoples την συγγραφή του σεναρίου. Για την καρέκλα του σκηνοθέτη επιλέχθηκε ο Gilliam καθώς το τόσο μοναδικό και mind-fuck ύφος του ταίριαζε ιδανικά στην παράνοια που διέκρινε το σενάριο.
Ο Gilliam με την σειρά του διάλεξε τον Bruce Willis για τον πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς πίστευε ακράδαντα ότι ο ηθοποιός ήταν ότι πρέπει ώστε να ενσαρκώσει έναν άντρα που θα ήταν δυνατός και επικίνδυνος όμως ταυτόχρονα και εξαιρετικά ευάλωτος.
Και ο Willis δικαίωσε απόλυτα τον σκηνοθέτη για την επιλογή του !

‘I want the future to be unknown. I want to become a whole person.’
Στο 12 MONKEYS o Bruce Willis είναι μια φουτουριστική ‘Κασσάνδρα‘.
Ο άντρας αυτός γεννιέται κυριολεκτικά κάτω από την Γη καθώς ο , κάποτε πολιτισμένος και πολυπληθής, κόσμος από πάνω έχει οδηγηθεί στον αφανισμό του. Ο James Cole μπορεί να αναλαμβάνει εδώ μια αποστολή που φαντάζει ‘ηρωική‘ όμως στην πραγματικότητα ο ίδιος μονάχα σαν ‘ήρωας‘ δεν μπορεί να κριθεί. Ο Cole είναι ένας κατάδικος, ένας υπέρμετρα βίαιος άντρας που δείχνει να βρίσκεται συνεχώς σε μια κατάσταση σύγχυσης η οποία αυξάνει κατακόρυφα την επιθετικότητα του. Και όμως να που ο άντρας αυτός ‘επιλέγεται‘ ώστε να συμμετάσχει σε μια πειραματική διαδικασία που υποτίθεται ότι θα τον στείλει στο παρελθόν και θα του δώσει την ευκαιρία να περισυλλέξει ένα πολύτιμο δείγμα του ιού που οδήγησε το είδος μας στην απόλυτη παρακμή αλλά και να λύσει το μυστήριο γύρω από τον ‘Στρατό των Δώδεκα Πιθήκων‘, δηλαδή της οργάνωσης που σύμφωνα με τα αρχεία ευθυνόταν για την εξάπλωση της τρομερής επιδημίας…
Αν και σε καμία περίπτωση ‘ήρωας‘ ο Cole δέχεται να πάρει το ρίσκο ενός ‘ταξιδιού στο χρόνο‘ εντελώς εθελοντικά. Στην τελική κάθε νέα ‘διαδρομή‘ υπόσχεται καλύτερες προοπτικές από την τωρινή ζωή του. Ο Cole παθαίνει ‘ονειρώξεις‘ μονάχα στην σκέψη ότι του δίνεται η δυνατότητα να βρεθεί σε έναν χρόνο και τόπο όπου μπορείς να αναπνεύσεις ελεύθερα τον αέρα από ‘πάνω‘ , να μυρίσεις την φύση γύρω σου και να γευτείς πράγματα και εμπειρίες.
Η επιστημονική ομάδα που είναι υπεύθυνη για την παράτολμη αποστολή διαλέγει τον Cole ανάμεσα από όλους τους υπόλοιπους υποψήφιους για τρεις πολύ συγκεκριμένους λόγους :
A. Στις προηγούμενες αποστολές του ο άντρας αυτός απέδειξε ότι συνδυάζει την δύναμη με την ευρηματικότητα και έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Β. Ο Cole κατέχει μια εξαιρετική μνήμη. Ένα στοιχείο που κρίνεται από τους επιστήμονες ως κρίσιμο συστατικό για μια πιθανή επιτυχία της αποστολής.
Γ. Αντίθετα με εκείνους ο κατάδικος κρίνεται ως ‘αναλώσιμος’.
Στο 12 MONKEYS o Gilliam χωρίς ποτέ του να μας αποκαλύπτει την ολοκληρωμένη εικόνα μας δίνει ένα ‘μέλλον‘ που ‘ζέχνει‘ από απόγνωση και θλίψη. Μια υπόγεια κοινωνία που πλέον διοικείται από ένα τσούρμο επιστήμονες / τεχνοκράτες που εδώ φαντάζουν σαφώς πιο τρελοί από έναν κατάδικο / εθελοντή που αφού φτάνει στο 1990 καταλήγει να εγκλειστεί σε ένα Άσυλο φρενοβλαβών…

O σκηνοθέτης εδώ δεν διστάζει να διαστρεβλώσει πλήρως τα ιδανικά ενός επιστήμονα καθώς βλέπουμε τους ‘ειδικούς‘ του μέλλοντος να κατασκευάζουν μια ‘μηχανή του χρόνου‘ και να στέλνουν στο παρελθόν έναν άντρα όχι για να αλλάξει την έκβαση μιας καταστροφής και κατά συνέπεια να ‘σώσει‘ τον πολιτισμό μας αλλά του αναθέτουν την εύρεση αυτής της καταστροφής ώστε στην συνέχεια να την φέρει πίσω μαζί του για μελέτη. Μέσω αυτής της διαδικασίας οι επιστήμονες θα συνθέσουν το αντίδοτο που θα τους επιτρέψει να νικήσουν τον ιό και να αναρριχηθούν στην επιφάνεια του πλανήτη και να τον οικοδομήσουν ξανά με τον τρόπο που εκείνοι επιθυμούν.
Η μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα ?
Όπως και να χει αυτοί οι ‘φωστήρες‘ δεν λογάριασαν ποτέ τους τον πιο απρόβλεπτο παράγοντα που θα απειλούσε να οδηγήσει την αποστολή τους στην αποτυχία :
Την αγάπη.

Προφανώς και ένας δημιουργός όπως είναι ο Gilliam ποτέ του δεν θα μας έδινε μια συμβατική ιστορία για τα ταξίδια στον χρόνο , όπως ήταν για παράδειγμα ο ‘Εξολοθρευτής‘ του συναδέλφου του James Cameron. Ναι ο Cameron μέσω εκείνης της πρώτης ταινίας έδωσε στο κοινό του ορισμένα πολύ δυνατά ερωτήματα γύρω από τις έννοιες του πεπρωμένου και τις επιλογές ενός θνητού καθώς εκείνος καλείται να επιλέξει το πως θα εξελιχθεί όχι μονάχα το δικό του μέλλον αλλά και ολόκληρης της υπόλοιπης ανθρωπότητας. Όμως όλα αυτά τα ερωτήματα αποδίδονταν με έναν εξαιρετικά ευθύ και λογικό τρόπο. Από την άλλη το 12 MONKEYS μας δείχνει ότι η προσπάθεια του να αλλάξεις ένα αποτρόπαιο μέλλον / παρελθόν δεν αποτελεί απλά μια ζόρικη υπόθεση. Η διαδικασία αυτή φαντάζει ως μια ανέλπιστη μάχη κόντρα στην ματαιότητα και εύκολα μπορεί να σε σπρώξει στο μονοπάτι της απόλυτης τρέλας…
Για να αναδείξει την προοπτική της τρέλας ο Gilliam πολύ απλά ξεκινά την ιστορία του μέσα από ένα ψυχιατρείο όπου και μας συστήνει στον κεντρικό ‘ήρωα‘ του. Το γεγονός ότι ακούμε τον James Cole να διηγείται την παρανοϊκή ιστορία ενώ βρίσκεται έγκλειστος σε ένα μέρος που έχει φτιαχτεί ώστε να κρατά τους ‘τρελούς‘ μακριά από την δική μας ‘πολιτισμένη λογική‘ αυτομάτως καθιστά τον Cole έναν εξαιρετικά αναξιόπιστο αφηγητή. Εξαρχής ο Gilliam σπέρνει ένα κλίμα σύγχυσης και συνεχούς αμφισβήτησης στο κοινό του. Πολύ γρήγορα ακριβώς μέσα σε αυτό το κλίμα θα βυθιστεί και ο ‘ήρωας‘ του.
Καθώς οι ψυχίατροι του 1990 ακούνε τις εξιστορήσεις του Cole κατευθείαν και ανεμπόδιστα ξεκινούν να βγάζουν διαγνώσεις γύρω από την/τις ψυχικές νόσους που ταλαιπωρούν τον άντρα που βρίσκεται μπροστά τους. Κανένας τους δεν θα κάτσει έστω για μισό δευτερόλεπτο να αναλογιστεί ότι ίσως, ίσως ο Cole να λέει την αλήθεια. Η μοναδική που δείχνει κάποιο ενδιαφέρον για το τι αισθάνεται πραγματικά ο Cole είναι η Kathryn Railly. Όμως και εκείνη αδυνατεί αρχικά να ξεπεράσει τους ‘τοίχους‘ που της επιβάλλει το επάγγελμα / λειτούργημα της να χτίζει ανάμεσα σε εκείνη και τους ασθενείς της.
Η Kathryn πιστεύει ακράδαντα ότι ο Cole πάσχει από το Σύνδρομο της Κασσάνδρας όμως καθώς προχωρά η ιστορία θα εξελιχθεί και εκείνη σε μια ‘Κασσάνδρα‘ όταν επιλέγει τελικά να πιστέψει την θεοπάλαβη ιστορία του Cole !
‘ O Cole ωθείται από έναν άλλο κόσμο στον δικό μας και κατευθείαν έρχεται αντιμέτωπος με την σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε και την οποία οι περισσότεροι από εμάς την θεωρούμε ως κάτι το φυσιολογικό. Και κάπως έτσι καταλήγει να μοιάζει αφύσικος και όλα όσα διαδραματίζονται γύρω του φαντάζουν τυχαία και παράξενα. Είναι άραγε τρελός ή εμείς είμαστε τρελοί ?’
Με κλινικό αλλά και ειρωνικό τρόπο ο Gilliam μελετά και σατιρίζει την επίδραση της ψυχιατρικής απέναντι στην ανθρώπινη κοινωνία. Μας δείχνει το πόσο αμφιλεγόμενη υπόθεση είναι του να έχεις μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι χρίζονται , αλλά και χρίζουν τους εαυτούς τους, ως ‘απόλυτοι κριτές της τρέλας και της λογικής‘. Άνθρωποι που μέσα από μια απλή συνεδρία έχουν την δύναμη να καθορίσουν το αν είσαι ‘φυσιολογικός‘ ή ‘ψυχασθενής‘ και ανάλογα το αποτέλεσμα μπορούν είτε να σου επιτρέψουν να συνεχίσεις να κυκλοφορείς ελεύθερος στην κοινωνία είτε να σε κλειδαμπαρώσουν σε ένα λευκό δωμάτιο μέχρι να γίνεις ‘καλά‘ ή ακόμη και για το υπόλοιπο της ζωής σου…
Και όμως ο Gilliam το ξέρει ότι κάποια συναισθήματα δεν χρίζουν ποτέ τους μιας ερμηνείας. Το πιο τρανταχτό από αυτά είναι εκείνο της αγάπης.
Το 12 MONKEYS είναι ένα πολυσύνθετο φιλμ που θεματολογικά περιστρέφεται συνεχώς γύρω από τον χρόνο, την μνήμη, την τεχνολογία, την ανθρώπινη ύπαρξη , την ψυχιατρική και τις ψυχικές νόσους αλλά στο τέλος πάνω απ’όλα λειτουργεί ως μια σπουδαία ιστορία αγάπης !

‘I am insane. And you are my insanity.’
Προς την μέση της ταινίας ο Cole κατορθώνει να αποδράσει όχι μόνο από το Άσυλο αλλά και από τον λαβύρινθο της τρέλας μέσα στον οποίο είχε βυθιστεί λόγω της παραμονής του εκεί μέσα και της αντιμετώπισης που είχε από τους ψυχιάτρους. Ο ‘χρονοταξιδώτης‘ ανακαλύπτει, η τουλάχιστον έτσι νομίζει, την ταυτότητα του άντρα που θα οδηγούσε τον κόσμο του στον αφανισμό και επιστρέφει στο 2035 για να μοιραστεί την πληροφορία του με τους επιστήμονες. Εκείνοι αρχίζουν να τον χειροκροτούν και να του λένε συνεχώς ότι τους δικαίωσε απόλυτα για την εμπιστοσύνη που επέδειξαν απέναντι του. Του τάζουν και ‘ανταμοιβές‘ που όμως στην πραγματικότητα ελάχιστη αξία έχουν μπροστά στην γνώση και την ‘δύναμη‘ που τους έφερε…
Και όμως να που ο Cole δηλώνει με στόμφο ότι η αποστολή του ‘δεν έχει τελειώσει ακόμη’. Επιστρατεύοντας μια πειθώ και μια χειραγώγηση που δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη των ‘εργοδοτών‘ του ο Cole πείθει τους επιστήμονες να τον στείλουν ξανά πίσω στο 1996 ώστε να ‘ολοκληρώσει‘ την αποστολή που του ανατέθηκε. Όμως στην πραγματικότητα ο Cole πλέον δεν δίνει την παραμικρή δεκάρα για την αποστολή.
Διάολε έχοντας ζήσει σε , τουλάχιστον, δυο διαφορετικές εποχές πλέον δεν είναι καν σίγουρος αν αξίζει στο ανθρώπινο είδος μια ‘σωτηρία‘…

Και να που ο συγχυσμένος αυτός άντρας αποφασίζει να περάσει ξανά μέσα από ένα επίπονο και ψυχοφθόρο ταξίδι ώστε να γυρίσει πίσω σε μια εποχή που μπορεί να του προσφέρει το μοναδικό πράγμα που εκείνος νιώθει πλέον ότι το έχει ανάγκη :
Την Kathryn Railly.
Στο 12 MONKEYS o James Cole του Bruce Willis ενώ ξεκινάει ως μια ‘Κασσάνδρα‘ σταδιακά εξελίσσεται σε έναν Ομηρικό ‘Πάρη‘ που δεν θα διστάσει να ρισκάρει το μέλλον ολόκληρου του πλανήτη για χατίρι μιας όμορφης γυναίκας ! Ο Cole πλέον δεν δίνει δεκάρα για το ‘μέλλον‘ του/μας, το μόνο που επιθυμεί είναι να γυρίσει πίσω ώστε να μυρίσει τα μαλλιά της γυναίκας που ερωτεύτηκε.
Ο Bruce εδώ παραδίδει μια από τις πιο σύνθετες και απαιτητικές ερμηνείες της καριέρας του. Μας δίνει έναν άντρα που καλείται να αναρριχηθεί μέσα από έναν απόλυτο υπαρξιακό εφιάλτη, να αντικρίσει το παρελθόν , το παρών και το μέλλον του και να επιλέξει αν αξίζει στα πλαίσια ενός ύψιστου και ανιδιοτελή σκοπού να θυσιάσεις την πρώτη αλλά και την τελευταία σου ευκαιρία ώστε νια νιώσεις πραγματικά ευτυχισμένος .
Στο πλευρό του Bruce συναντάμε μια εξίσου εξαιρετική Madeleine Stowe που εδώ μαεστρικά ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στον σκεπτικισμό και την πίστη.
Στον αντίποδα έχουμε και έναν Brad Pitt να κινείται, με παντελώς ανισόρροπο τρόπο, στα όρια του γκρεμού της λογικής…
Στο 12 MONKEYS o Brad Pitt προβαίνει σε μια απόλυτη ενορχήστρωση της τρέλας.
Ο ηθοποιός εδώ βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς κίνησης και ανησυχίας. Τα παραληρήματα που ξεστομίζει ακατάπαυστα, οι νευρωτικές κινήσεις, οι σπασμοί και τα τικ του, το βλέμμα του που από την μια φαντάζει διαπεραστικό και από την άλλη απλανές…
Με την σχιζοφρενική ερμηνεία του σε αυτό το φιλμ ο Pitt όχι μονάχα απέδειξε πίσω στα 90s ότι είχε αφήσει για τα καλά πίσω του την μονόπλευρη εικόνα του ‘μορφονιού αστέρα‘ αλλά παράλληλα έστρωνε τον δρόμο ώστε μερικά χρόνια αργότερα να παραδώσει στο κοινό μια κινηματογραφική περσόνα που θα χαράσσονταν ανεξίτηλη στις μνήμες , την συνείδηση αλλά και την κουλτούρα μας…

Ο προβοκάτορας Gilliam φροντίζει και να δημιουργήσει έναν άρρηκτο δεσμό ανάμεσα στους χαρακτήρες των Willis και Pitt.
Καθώς οι δυο ασθενείς την αράζουν παρέα στο ‘σαλόνι‘ του Ασύλου και παρακολουθούν στην τηλεόραση εικόνες που μας θυμίζουν το πόσο άπληστοι , ανεύθυνοι, σκληροί αλλά και μεγαλομανείς γίναμε ο Cole εκφράζει την αμφιβολία του για το αν μας αξίζει τελικά η ζωή που μας δόθηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια. Ο Jeffrey πιάνεται από αυτή του την κουβέντα και με το απλανές του βλέμμα αρχίζει να την υποστηρίζει με πάθος. Αργότερα αυτή του η αντίδραση θα πείσει τον Cole ότι ο Jeffrey είναι εκείνος που συνέθεσε τον ιό και μας οδήγησε στον αφανισμό…
Φυσικά στο φινάλε ο Gilliam μας αποκαλύπτει ότι ο Cole έπεσε σε μια πλάνη. Ναι ο Jeffrey ίδρυσε τον ‘Στρατό των Δώδεκα Πιθήκων’ όμως τα σχέδια της οργάνωσης περιορίζονταν στο απλά να απελευθερώσουν μερικά ζώα / πειραματόζωα και να τα αμολήσουν στους δρόμους διάφορων μεγάλων πόλεων…
Η ιδέα ότι ο άντρας που στάλθηκε πίσω στην εποχή μας ώστε να μας ΄σώσει‘ παράλληλα είναι και υπεύθυνος για την μελλοντική καταδίκη μας σε ιντριγκάρει και σε προβληματίζει βαθύτατα ως θεατή. Να που με αυτή την ‘αποκάλυψη‘ ξαφνικά το βάρος που έχει να κουβαλήσει επάνω στους ώμους του ο Cole από εξαιρετικά βαρύ καταλήγει να φαντάζει αβάσταχτο.
Γενικότερα στο 12 MONKEYS o Gilliam συνεχώς παίζει ‘παιχνίδια μυαλού‘ τόσο εις βάρος των χαρακτήρων του όσο και με το κοινό του. Φυσικά όταν έχεις στα χέρια σου μια ιστορία που η θεματολογία της έχει τόσες πολλές προεκτάσεις είναι σχεδόν αναπόφευκτο το να μην αποφύγεις και ορισμένες σεναριακές διευκολύνσεις αλλά και κάποια κλισέ. Εδώ αυτά μεταφράζονται σε μια παλιά φωτογραφία που πέφτει, πολύ βολικά, στα χέρια της Kathryn Railly και που ουσιαστικά αποτελεί το πειστήριο που θα την σπρώξει στο να πιστέψει την ιστορία που της αφηγείται ο ‘τρελός‘ Cole. Ουσιαστικά η φωτογραφία αυτή είναι ένας ‘φτηνός‘ τρόπος ώστε ο χαρακτήρας της Stowe να βρει την ‘αλήθεια‘.
Άκρως αμφιλεγόμενο είναι και το φινάλε της ταινίας. Όμως εδώ η υπόθεση έχει τόσες πολλές προεκτάσεις και ερμηνείες που ειλικρινά θα χρειαστεί κάποτε στο μέλλον να κάνω ένα ‘ταξίδι επιστροφής’ στους Δώδεκα Πιθήκους του Gilliam ώστε να μελετήσουμε και να ερμηνεύσουμε αυτό το φινάλε με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους !
Στην τελική άνετα κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο σκηνοθέτης επέλεξε τον τρόπο που επέλεξε να κλείσει την ιστορία του μόνο και μόνο ώστε να μας αφήσει με μια τελευταία WTF ?! αίσθηση…

Το 1995 με τους ‘Δώδεκα Πιθήκους’ του ο Terry Gilliam κατόρθωσε να πετύχει πολλά σπουδαία πράγματα :
Άφησε την ταινία του να μολύνει σαν ιός το Box Office και να ξεζουμίσει από αυτό πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις ενώ κόστισε μόλις 29 και κάτι ψιλά για να φτιαχτεί. Πάντως αυτή η επιτυχία δεν αποτελεί έκπληξη μιας και ανέκαθεν ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης είχε την ικανότητα να δημιουργεί ‘μεγάλες‘ ταινίες έχοντας λίγα στην διάθεση του.
Σκηνοθετικά ο Gilliam συνέχισε και εξέλιξε τις τεχνικές που είχε επιστρατεύσει και στα γυρίσματα του BRAZIL φιλμ του. Εδώ το μέλλον του φαντάζει ζοφερό και αποπνικτικό ενώ τόσο το παρών όσο και το παρελθόν του φαντάζουν ως ο ιδανικός προάγγελος μιας τόσο σκληρής και καταθλιπτικής δυστοπίας.
Από την άλλη ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε αρκετά σημεία δεν τραβάει ζόρι ώστε να κάνει την πλάκα του. Πραγματικά μπορώ να φανταστώ τον Gilliam να το διασκεδάζει και να το απολαμβάνει στο έπακρο καθώς την αράζει στην καρέκλα του και βιντεοσκοπεί τις καμηλοπαρδάλεις, τα λιοντάρια και τις αρκούδες του να διαταράσσουν την ηρεμία και την σιγουριά του ‘πολιτισμού‘ που χτίσαμε με τόσο τσιμέντο αλλά και ματαιοδοξία !
Και όμως παρά όλο το καλαμπούρι , τον σουρεαλισμό και την παράνοια που στήνει εδώ ο σκηνοθέτης σήμερα το φιλμ του φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ…

Να που σήμερα, εν έτη 2020, βρίσκουμε τους εαυτούς μας να κυκλοφορούν και να αναπνέουν μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο ατμοσφαιρικούς ρύπους και θανατηφόρους ιούς που απειλούν την ευημερία και την λογική μας. Έναν κόσμο που ζέχνει από ανευθυνότητα και απόγνωση.
Μονάχα που στον δικό μας πεζό και αληθινό κόσμο το να ελπίζεις να εμφανιστεί κάποτε ένας ‘χρονοταξιδιώτης‘ ώστε να μας ‘σώσει‘ είναι μάταιο έως και ηλίθιο. Και ο Gilliam αναγνωρίζει αυτή την ματαιότητα και παράλληλα μας δείχνει τι πρέπει να κάνουμε στα αλήθεια :
Ας ζήσουμε όση ζωή μας απέμεινε απολαμβάνοντας εκείνα τα λίγα που έχουν κάποια αληθινή αξία για εμάς. Ας βγάλουμε το κεφάλι έξω από το αμάξι μας και να επιτρέψουμε στο, ελάχιστο, καθαρό οξυγόνο που μας απέμεινε να γεμίσει τα πνευμόνια μας ενώ παράλληλα ακούμε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο. Ας απολαύσουμε εκείνα τα δημιουργήματα του είδους μας που όντως έχουν να προσφέρουν κάτι στην ψυχή μας. Να στραφούμε στην τέχνη και την φύση όχι για να τα εκμεταλλευτούμε αλλά για να μπορέσουμε επιτέλους να νιώσουμε ευτυχισμένοι και ολοκληρωμένοι.
Και όμως ο Gilliam ποτέ του δεν ξεχνά ότι η ζημιά που ήδη έχει γίνει είναι εξαιρετικά μεγάλη και πλέον φαντάζει ακατόρθωτο να ‘διορθωθεί‘. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας το ο σκηνοθέτης τοποθετεί έναν από τους επιστήμονες του ακριβώς δίπλα στον εμμονικό άντρα που ετοιμάζεται να επιφέρει την καταδίκη μας. Κατά την διάρκεια της κοινής τους πτήσης αναπτύσσεται μια κουβέντα μεταξύ τους. Ο άντρας ρωτάει την επιστήμονα τι δουλειά κάνει. ‘Είμαι στις ασφάλειες‘ του απαντά εκείνη…
Η σκηνή αυτή θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν μια προσπάθεια των επιστημόνων του μέλλοντος να εμποδίσουν την περαιτέρω εξάπλωση της επιδημίας στον πλανήτη μας. Όμως με βάση όλα όσα είδαμε πιο πριν ένα τέτοιο σενάριο φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο. Το πιο πιθανό είναι ότι αυτή η γυναίκα απλά συνεχίζει την αποστολή του, νεκρού πλέον, Cole. Βρίσκεται εκεί ώστε να εξασφαλίσει ένα δείγμα του θανατηφόρου ιού και να το φέρει πίσω / εμπρός μαζί της στο 2035. Εκεί και τότε οι επιστήμονες του μέλλοντος θα συνθέσουν την πολυπόθητη ‘θεραπεία‘ που θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε την πορεία μας σε αυτόν τον πλανήτη. Όποια και αν είναι αυτή…
Στο τέλος του 12 MONKEYS o Terry Gilliam μας λέει μια αλήθεια που αν και σκληρή ταυτόχρονα είναι και εξαιρετικά πολύτιμη :
Ναι εδώ που φτάσαμε πλέον δεν υπάρχει γυρισμός. Ήρθε η ώρα να πληρώσουμε το βαρύτατο τίμημα των επιλογών και της ανευθυνότητας μας απέναντι στην φύση αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Η ‘Καταστροφή’ δεν γίνεται να αποφευχθεί ή να ‘διορθωθεί’. Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάτσουμε άπρακτοι και να αποδεχθούμε το τέλος μας. Είτε με τον έναν τρόπο, είτε με τον άλλον εξακολουθεί να υπάρχει ένα ‘μέλλον’ για εμάς στον ορίζοντα. Ναι θα είναι αδιανόητα σκληρό, αφιλόξενο και απαιτητικό και σε καμία περίπτωση ‘βέβαιο’. Όπως και να χει οφείλουμε να προετοιμαστούμε για αυτό και να παλέψουμε για την επιβίωση μας. Ας περισώσουμε όσα γίνεται να περισωθούν.
Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να σταματήσουμε να το παίζουμε ‘τρελοί‘ και να αποδεχτούμε επιτέλους τις ευθύνες μας μέσα σε αυτόν τον κόσμο…
‘Wouldn’t it be great if I was crazy? Then the world would be okay.’
Ο James Cole για μια στιγμή ήταν έτοιμος να αφεθεί στην ‘τρέλα‘ ώστε μέσω αυτής να αποτινάξει από επάνω του το βάρος μιας τεράστιας ευθύνης. Τελικά δεν το έκανε και με μια πράξη απόλυτης αυτοθυσίας έδωσε στον κόσμο του την ελπίδα για μια δεύτερη ευκαιρία. Στην τελική ο Cole είναι εκείνος που κατόρθωσε να δώσει στους επιστήμονες την τοποθεσία του ιού.
Μήπως τελικά ο Gilliam εδώ μας λέει ότι οι μεγάλες πράξεις ‘μικρών‘ ανθρώπων είναι ο δρόμος για την σωτηρία μας ?
Leave a Reply