by Αντρέι Κοτσεργκίν
Τις προάλλες διάβασα κάπου ότι το The Great Silence είναι ‘ το σπουδαιότερο σπαγγέτι-γουέστερν που δεν έχει γυριστεί από τον Sergio Leone.’…
Και για μια στιγμή ήμουν απόλυτα έτοιμος να συμφωνήσω με αυτόν τον χαρακτηρισμό όμως ξαφνικά εκεί που καθόμουν ολομόναχος στην σιωπή μου κατέληξα στην συνειδητοποίηση ότι πραγματικά είναι άδικο να βάζουμε τον Sergio Corbucci να μονομαχεί με τον άλλο μεγάλο Sergio του Ιταλιάνικου σινεμά.

Οι δυο Sergio μπορεί να μην ‘ γέννησαν ‘ το σπαγγέτι-γουέστερν είδος όμως σίγουρα ήταν εκείνοι που το αναθεώρησαν , το εξέλιξαν και το εδραίωσαν τόσο στο κινηματογραφικό στερέωμα όσο και στην συνείδηση του κοινού. Και αυτά τα έκανε ο καθένας με τον τρόπο του.
Ο Sergio Leone γέμισε τις σκονισμένες πόλεις και τα αχανή και άγρια τοπία του με ‘ καλούς, κακούς και άσχημους‘ τυχοδιώκτες που στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να κριθούν ως ‘ αντιήρωες‘ και με σπουδαία πλάνα και μουσικές που έκαναν τις ταινίες του να μεταφράζονται στο πανί σαν επικά γουέστερν ‘ποιήματα‘.
Στον αντίποδα ο έτερος Sergio επιστράτευσε τον κυνισμό και την βία ώστε να συνθέσει τα δικά του έπη. Ο Corbucci ανέκαθεν ήταν περισσότερο βίαιος και αιμοδιψής από τον Leone ενώ και οι χαρακτήρες των ταινιών του περισσότερο ως ‘ Καθάρματα με παράγοντες εξιλέωσης‘ λειτουργούν παρά σαν γνήσιοι αντιήρωες.
Το πιο γνωστό και τρανταχτό αποτέλεσμα της μεθόδου Corbucci αποτελεί φυσικά το DJANGO . Ένα γουέστερν που σε ορισμένες στιγμές του κατέληγε να μοιάζει με πολεμική ταινία . Σε άλλες εκφάνσεις του πάλι λειτουργούσε με πολύ πιο ‘ βρώμικους‘ και ωμούς τρόπους.
Και όμως το DJANGO όσο βίαιο και αιματηρό και αν είναι , και παρά τα όποια μηνύματα περί ρατσισμού και τυχοδιωκτισμού συναντώνται μέσα του , στην τελική ποτέ του δεν σου κρύβει το γεγονός ότι είναι ένα υπερβίαιο γουέστερν που έχει σφυρηλατηθεί αποκλειστικά ώστε να συναρπάσει το κοινό του.
Εκεί που ο Sergio Corbucci πραγματικά κατόρθωσε να βυθίσει την κινηματογραφική Άγρια Δύση σε ένα απόλυτα βίαιο , καταθλιπτικό και κυνικό σκηνικό ήταν στο The Great Silence του 1968…

Υπό τις επικές αλλά και ατμοσφαιρικές συνθέσεις του τιτάνα Ennio Morricone σε αυτό το φιλμ του ο Corbucci μας σέρνει μέσα στο χιόνι και το ψύχος και μας παρατά εκεί ώστε να δούμε έναν μουγκό πιστολέρο να τα βάζει με μια μικρή στρατιά από κυνηγούς κεφαλών για χατίρι μιας ομάδας παράνομων αλλά και μιας νεαρής χήρας.
Το The Great Silence είναι ένα φιλμ που αφήνει στην άκρη τα πολλά λόγια και ότι έχει πει στο κοινό τα λέει μέσα από σκληρές πράξεις, αμφιλεγόμενους χαρακτήρες και άφθονες σφαίρες.
Ο Corbucci από παλιά είχε αποδειχθεί ότι ήταν ο μεγαλύτερος μηδενιστής του σπαγγέτι-γουέστερν σινεμά και σε αυτό το φιλμ ο μηδενισμός του είναι διάχυτος από την εισαγωγή μέχρι και το φινάλε. Ένα αναπάντεχο φινάλε που υπήρξε τόσο ψυχρό, ωμό και σκατόψυχο που όταν το είδαν για πρώτη φορά οι παραγωγοί του έδωσαν εντολή στον Corbucci να γυρίσει ένα άλλο ‘ πιο χαρούμενο‘ μπας και κατόρθωναν να ‘ εξαγνίσουν‘ κάπως το φιλμ του από την αμήχανη σιωπή και τον σχεδόν απάνθρωπο μηδενισμό που το διέκριναν και κατά συνέπεια να το κάνουν πιο προσιτό στους θεατές που θα επέλεγαν να περάσουν τα Χριστούγεννα του 1968 μέσα στους σινεμάδες…
Τελικά ο μηδενισμός του σκηνοθέτη υπερίσχυσε. Το αυθεντικό φινάλε παρέμεινε ανέπαφο όμως δύσκολα θα ισχυριστούμε το ίδιο και για τους ανυποψίαστους θεατές που περίμεναν να δουν που θα καταλήξει η βεντέτα του σιωπηλού πιστολέρο με τους σαδιστές κυνηγών κεφαλών.
Φυσικά όταν όντως θες να προσδώσεις έναν γνήσιο σαδισμό στους κακούς της ταινίας σου οφείλεις να έχεις και τα κατάλληλα άτομα για αυτή την δουλειά.

Ο Klaus Kinski δεν χρειάζονταν να κάνει και πολλά πράγματα ώστε να αποτυπώσει έναν απόλυτο σαδιστή και το γνώριζε και ο ίδιος αυτό.
Χωρίς να έχει τον άσπονδο φίλο και συνεργάτη Werner Herzog πάνω από το κεφάλι του ο Kinski εμφανίζεται εδώ απρόσμενα χαλαρός και μάλιστα δείχνει να το απολαμβάνει !
Ο ηθοποιός αφήνει την εκκεντρική του φυσιογνωμία και το αμήχανο γέλιο του να προσδιορίσουν τον χαρακτήρα του, που στην ταινία τον μαθαίνουμε ως Tigrero αλλά στους τίτλους είναι γραμμένος ως ‘Loco‘. Ο άντρας αυτός είναι ένας αυθεντικός ψυχοπαθής που μιλάει ψιθυριστά και που έχει την τύχη να ζει σε ένα μέρος που αντί να κλείνει ανθρώπους σαν και εκείνον στα τρελάδικα προτιμά να τους οπλίζει με περίστροφα και να τους στέλνει να κυνηγούν Καθάρματα που στην τελική δεν διαφέρουν και πολύ από τους ίδιους…
Η έντονη παρουσία του Kinski και του Tigrero του λειτουργούν ως το ιδανικό αντίβαρο απέναντι στον μονίμως σιωπηλό και βλοσυρό πιστολέρο του Jean-Louis Xavier Trintignant . Ο μουγκός αυτός άντρας σχεδόν μοιάζει ως το ‘ φάντασμα‘ του εμβληματικού ‘ άντρα δίχως όνομα‘ από την σπαγγέτι-γουέστερν τριλογία των Clint Eastwood και του άλλου Sergio. Αλλά σε αντίθεση με τον εμβληματικό και macho Clint εδώ ο Trintignant δοκίμασε την τύχη του σε εντελώς κόντρα ρόλο μιας και πριν από την συμμετοχή του εδώ άνηκε στους ‘ρομαντικούς‘ του nouvelle vague κινήματος. Και όμως στο The Great Silence o ηθοποιός αποτινάσσει βίαια από πάνω του ακόμη και το παραμικρό ίχνος ρομαντισμού και θετικών συναισθημάτων. Δεν μοιάζει καν ‘ άνθρωπος‘ μιας και είναι λες και ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα σε δυο κόσμους :
Εκείνο των βασανισμένων ζωντανών και εκείνον των νεκρών που δεν μπορούν να ξεχάσουν τα τραύματα που αποκόμισαν όσο ήταν θνητοί…
Ποτέ μας δεν γνωρίζουμε το πραγματικό όνομα του ‘Silenzio‘. Ξέρουμε μονάχα ότι δεν μιλάει, ότι έχει ένα δικό του ‘ κώδικα τιμής’ , λειτουργεί ως ένα εκδικητικό ‘ φάντασμα‘ και ότι στο παρελθόν κατόρθωσε να επιβιώσει μέσα από ένα περιστατικό αδιανόητης βίας αλλά και ότι εξακολουθεί να κουβαλά τα τραύματα αυτής της εμπειρίας τόσο επάνω στο κορμί του όσο και μέσα στην ψυχή του.
Ο άπειρος Trintignant πήρε τον ρόλο χωρίς να ξέρει ούτε μια λέξη στα αγγλικά κάτι που έπεισε τον Corbucci να υλοποιήσει μια ιδέα που είχε για χρόνια στο μυαλό του :
Να στήσει μια ταινία γύρω από έναν χαρακτήρα που θα είχε το μειονέκτημα κάποιας αναπηρίας.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο ‘Silenzio‘ του…

Το The Great Silence αποδείχθηκε υπερβολικά ψυχρό για το ευρύ κοινό των 60s στην Ιταλία. Από την άλλη η σκοτεινή και σκατόψυχη αισθητική του εξασφάλισαν στο φιλμ μια Cult σφραγίδα με αποτέλεσμα να έχει καλύτερη τύχη στις αίθουσες του εξωτερικού. Σήμερα πάλι οι ειδήμονες το κρίνουν ως ‘αριστούργημα‘ και το θεωρούν το αποκορύφωμα της φιλμογραφίας του Sergio Corbucci ενώ αποτελεί ύψιστη επιρροή για σκηνοθέτες όπως είναι ο Quentin Tarantino , ο οποίος μάλιστα του απέδωσε φόρο τιμής μέσα από Οκτώ Μισητά Καθάρματα που αποφάσισαν να λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές μέσα σε μια καλύβα η οποία βρισκόταν απομονωμένη στο ορεινό και χιονισμένο Γουαϊόμινγκ.
Το φιλμ αυτό πρεσβεύει απόλυτα τις διδαχές του σπαγγέτι-γουέστερν σινεμά. Σε αντίθεση με εκείνες του άλλου Sergio εδώ οι χορογραφίες με τα πιστολίδια και τις μονομαχίες δεν εκτυλίσσονται σε υπερφυσικές ταχύτητες και ο ήρωας δεν τραβάει πάντοτε πρώτος. Αντίθετα είναι αργές , άναρχες και ρεαλιστικά ωμές.
Για να αποδώσει το ολόλευκο και χιονισμένο σκηνικό του Snow Hill ο σκηνοθέτης επιστράτευσε αμέτρητα γαλόνια από…αφρό ξυρίσματος ενώ για να στήσει το σενάριο και την θεματολογία του άντλησε έμπνευση από τις δολοφονίες των Malcolm X και Che Guevara.
Και μπορεί οι δυο σπουδαίοι Sergio του Ιταλικού σινεμά να διέφεραν αρκετά μεταξύ τους σε ύφος και ορέξεις παρόλα αυτά ήξεραν καλά και οι δυο τους πως να αποδώσουν και να θίξουν βαριά και σημαντικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα μέσα από τα γουέστερν έπη τους. Όπως και στο DJANGO έτσι και εδώ ο Corbucci ‘ ρίχνει στο τραπέζι του σαλούν’ το ζήτημα του φυλετικού ρατσισμού και μάλιστα είχε τα αρχίδια να το κάνει σε μια εποχή και σε μια χώρα που δεν σήκωνε πολλά , πολλά με κάτι τέτοια !
Διάολε εδώ ο τολμηρός αυτός μύστης δεν κωλώνει να βάλει στην ταινία του την Vonetta McGee, δηλαδή την πρώτη μαύρη γυναικά ηθοποιό σε γουέστερν και της δίνει και μια ερωτική σκηνή με τον λευκό πρωταγωνιστή του…

Αλλά το φιλμ αυτό δεν έχει χώρο για ρομαντισμούς στην ιστορία του. Εδώ η χήρα προσφέρει το κορμί της στον μουγκό πιστολέρο μόνο και μόνο επειδή αυτόν τον τρόπο έχει ώστε να τον πληρώσει για τις υπηρεσίες του και να τον στείλει στο κατόπι των Μπάσταρδων που δολοφόνησαν τον άντρα που πραγματικά αγαπούσε. Το αν στην πορεία καταλήγουν να λειτουργούν ως μια παρηγοριά ο ένας απέναντι στην θλίψη του άλλου είναι το πιο ‘ χαρούμενο’ σενάριο που μπορούμε να σκεφτούμε εδώ…
Ο σκηνοθέτης δεν κάθεται να παραμυθιάζει τους θεατές του με αποστειρωμένο και γραφικό Αμερικάνικο ηρωισμό . Είναι βουτηγμένο στον κυνισμό και την αντιδραστικότητα από τα χέρια ενός σκηνοθέτη που απεχθάνεται την Κυβέρνηση της εποχής του. Δίνει στους θεατές έναν άδοξο ‘ήρωα‘ που δεν μπορεί να μιλήσει επειδή όταν ήταν παιδί ένας σαδιστής του έκοψε το λαρύγγι και στο φινάλε τον σκοτώνει ώστε να μην τους επιτρέψει να ξεφύγουν από την σκληρή πραγματικότητα . Όμως ο χαρακτηρισμός ‘ήρωας‘ απλά δεν κολλάει στον ‘Silenzio‘ καθώς ο άντρας αυτός δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ένας ακόμη τυχοδιώκτης με βίαιες τάσεις και φονικές ικανότητες. Όπως και να χει οι κάτοικοι / καταζητούμενοι της μικρής πόλης Snow Hill τον πληρώνουν ώστε να ξεφορτωθεί τους κυνηγούς κεφαλών που τους έχουν βάλει στο στόχαστρο τους . Ένας τραπεζίτης υπόσχεται πληρωμή σε όσους συλλάβουν ή σκοτώσουν εκείνους τους κατοίκους του Snow Hill που κλέβουν ώστε να επιβιώσουν, και που δεν είναι λίγοι, και οι τελευταίοι αντιδρούν προσλαμβάνοντας έναν ‘ άγγελο – τιμωρό’ καθώς προτιμούν να έχουν κοντά τους έναν ακόμη φονιά παρά να συνεχίσουν να πεθαίνουν από την πείνα…

Να που τελικά το The Great Silence παρά τα φαινόμενα δεν ήταν ένα καθόλου ‘ σιωπηλό‘ φιλμ.
Κάπου μέσα από όλο το ψύχος, το σκοτάδι, την βία και τον κυνισμό ο σκηνοθέτης περνάει μηνύματα και αλληγορίες ενάντια στην απολυταρχία και εξυμνεί τις δημοκρατικές ιδεολογίες. Ναι κάπου μέσα στην ‘ μεγάλη σιωπή’ ακούγονται και μερικοί πολύ σταράτοι ψίθυροι.
Στο The Great Silence του Sergio Corbucci τελικά ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο σιωπηλός αντιήρωας του γνωρίζει μια απρόσμενα ωμή και σκληρή τιμωρία στο φινάλε.
Το μήνυμα αν και ‘σιωπηλό‘ καταλήγει να είναι απόλυτα ξεκάθαρο :
Η ανοχή μας απέναντι στην Κυβερνητική καταπίεση, την αδικία και τις κάθε είδους διακρίσεις μας καθιστούν απλά ανάξιους για ένα ηρωικό ή χαρούμενο φινάλε. Στο τέλος δεν μας αξίζει τίποτε περισσότερο παρά μια σφαίρα και ένας απόλυτος Μπάσταρδος που πάσχει από επικίνδυνα συμπλέγματα σαδισμού και εξουσίας…
‘Once, my husband told me of this man. He avenges our wrongs. And the bounty killers sure do tremble when he appears. They call him “Silence.” Because wherever he goes, the silence of death follows.’
Ευχαριστώ για την φανταστική γραφή
υπέροχο να είναι εδώ.
LikeLiked by 1 person