Design a site like this with WordPress.com
Get started

NAKED LUNCH : Πρόσκληση σε γεύμα από τον David Cronenberg…

By Αντρέι Κοτσεργκίν

Θυμάμαι όταν ήμουν ακόμη έφηβος διάβαζα μια παλιά συνέντευξη του William Burroughs στην οποία ο συγγραφέας κοπαναγε το κεφάλι του στον τοίχο επειδή ξεπούλησε τα δικαιώματα του “Γυμνου Γεύματος” του σε κάποιον παραγωγό.

Κάποιος έστειλε στο διαμέρισμα του μια γοητευτική και νεαρή κοπέλα η οποία στο ένα της χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι αλκοόλ και στο άλλο 500 δολάρια. Ο, πάντοτε επιρρεπής στις απολαύσεις, συγγραφέας δεν δίστασε και πολύ να πει το ” ναι” στο να πουλήσει τα δικαιώματα του βιβλίου που τον κατέστησε σε μια από τις πιο εμβληματικές παρουσίες της περίφημης “Beat” γενιάς.

Εγώ πάλι διαβάζοντας όλα τα παραπάνω θεώρησα ότι στην πραγματικότητα ο Burroughs ήταν ο κερδισμένος της όλης υπόθεσης.

“Διαολε ποίος παλαβός θα αναλάβει να μεταφέρει σε ταινία ένα τόσο αλλόκοτο και χαοτικό βιβλίο?”

Αυτή ακριβώς ήταν η σκέψη μου τότε και μερικά χρόνια αργότερα ανακάλυψα το ποσό λάθος ήμουν.

Βλέπετε, ο ανίδεος λογαριαζα χωρίς τον David Cronenberg…

Στο (κινηματογραφικο) NAKED LUNCH, του 1991, ” ήρωας ” μας είναι ένας άντρας ονόματι William Lee.

O Lee ζει στο έθνος “Annexia” και εργάζεται ως απολυμαντης για μια εταιρεία. Ένα απόγευμα διαπιστώνει ότι η γυναίκα του μαστουρωνει με την σκόνη που εκείνος χρησιμοποιεί ως ποντικοφαρμακο ώστε να εξοντώνει κατσαρίδες και άλλα σιχαμερα έντομα. Σύντομα ο Lee θα πάρει και ο ίδιος μια γεύση από το “φάρμακο” και θα καταλήξει να εθιστεί σε αυτό.

Καθώς ο εθισμός του στο “ποντικοφαρμακο” αυξάνεται ο Lee μπαίνει ολοένα και περισσότερο στο μάτι των αρχών. Όταν μια μέρα θα καταλήξει να σκοτώσει την γυναίκα του ( εξαιτίας ενός “ατυχήματος“?!) παίρνει την απόφαση να το σκάσει με προορισμό την “Interzone“.

H Interzone βρίσκεται κάπου στα Βόρεια της Αφρικής και είναι ένα μέρος όπου σε αντίθεση με την Annexia “όλα επιτρέπονται“. Μια μέρα ο Lee βρίσκει μια γραφομηχανή και αποφασίζει να καταγράψει, μέσα από “αναφορές“, τις εμπειρίες που βιώνει σε αυτόν τον αλλόκοτο τόπο…

Το φιλμ του Cronenberg δεν αποτελεί μια πιστή μεταφορά του βιβλίου του Burroughs. Ο σκηνοθέτης μπασταρδευει βιογραφικά στοιχεία της ζωής του συγγραφέα με τα σουρεαλιστικα σκηνικά και τις καταστάσεις που περιγράφει ο Burroughs στο “Γυμνό Γεύμα” του.

Μια μέθοδος που μάλλον κρίνεται ως εύστοχη.

Το NAKED LUNCH του Burroughs είναι ένα από τα πιο παλαβά, “ζόρικα” αλλά και καυστικά βιβλία που έχω διαβάσει. Εντελώς συμβολικά θα έλεγα ότι με τα χρόνια έχω αναπτύξει μια σχέση “εξάρτησης” με αυτό…

Ο ίδιος ο συγγραφέας το είχε χαρακτηρίσει ως μια βινιετα, δηλαδή ένα λογοτεχνικό έργο που μπορείς να το διαβάσεις με τυχαία σειρά. Δεν θα διαφωνήσω καθόλου με αυτόν τον χαρακτηρισμό καθώς ακολουθώ απέναντι στο βιβλίο του ακριβώς την ίδια τακτική. Όταν ξεκίνησα να διαβάζω για πρώτη φορά το “Γυμνό Γεύμα” (με μια ορθολογική σειρά) από ένα σημείο και ύστερα ένιωσα ότι “χάνομαι” μέσα στο χαοτικό “παραλήρημα” ενός “ημιτρελου πρεζάκια“. Ομολογώ ότι άργησα να ολοκληρώσω το βιβλίο στην πρώτη μου ανάγνωση.

Κσι όμως φτάνοντας (επιτέλους) στον επίλογο έμεινα με την σκέψη ότι σε διάφορα σημεία, ανάμεσα στην όλη φρίκη και την τρέλα, ο συγγραφέας μου σέρβιρε ευφυέστατη σάτιρα και κριτική. Υπήρχαν ορισμένες σταρατες και πανίσχυρες “αλήθειες” μέσα σε αυτό το “παραλήρημα“. Και κάπως έτσι εδώ και χρόνια κατά καιρούς πιάνω τον εαυτό μου να ξεφυλλίζει ξανά και ξανά το βιβλίο του Burroughs και να διαβάζω κεφάλαια εντελώς στην τύχη.

Το να μεταφέρεις μια βινιετα σε ταινία είναι ζόρικη όχι όμως και ακατόρθωτη υπόθεση. Σίγουρα ένας σκηνοθέτης του επιπέδου του Cronenberg θα έβρισκε την σωστή συνταγή και την δοσολογία ώστε το “Γυμνό Γεύμα” να λειτουργήσει και επάνω στο κινηματογραφικο πανί. Να όμως που τελικά ο σκηνοθέτης επέλεξε μια πιο “συμβατική” μέθοδο αφήγησης.

Φυσικά το “συμβατικό” του David Cronenberg λειτουργεί ως “αχαρτογραφητη περιοχή” για την πλειοψηφία των υπολοίπων σκηνοθετών!

Στο NAKED LUNCH o “William Lee” είναι ξεκάθαρα ο ίδιος ο Burroughs. Ο σκηνοθέτης τον αποδίδει λες και είναι κάνας νουάρ “ντετέκτιβ“. Λογικό αν αναλογιστουμε ότι ο Burroughs έζησε στα 50s και είχε εργαστεί τόσο σαν απολυμαντης όσο και ως ιδιωτικός ερευνητής, ενώ είχε και αρκετά “πάρε ~ δώσε” με τον υπόκοσμο.

Ουσιαστικά αυτό που κάνει εδώ ο Cronenberg είναι να μας παρουσιάσει μια εντελώς αντισυμβατικη σινε~βιογραφία. Παίρνει τα (όχι και τόσο πολλά) στοιχεία που γνωρίζουμε γύρω από την ζωή και την δράση του συγγραφέα και τα τοποθετεί στο σουρεαλιστικο και sci~fi σύμπαν του “Γυμνου Γεύματος”.

Αφετηρία της ιστορίας του NAKED LUNCH είναι οι δύο μέρες που άλλαξαν για πάντα την ζωή του “ήρωα”. Η ημέρα που ξεκίνησε να παίρνει πρέζα και η ημέρα που… πυροβόλησε την γυναίκα του στο κεφάλι.

Το 1951, και ενώ βρίσκονταν στο Μεξικό, ο Burroughs πυροβόλησε την δεύτερη σύζυγο του, Joan Vollmer, στο κεφάλι. Ισχυρίστηκε στις αρχές ότι ο πυροβολισμός οφείλονταν σε ένα “ατύχημα” το οποίο συνέβη ενώ “έπαιζαν Γουλιέλμο Τέλλο”. Αργότερα άλλαξε την κατάθεση του λέγοντας ότι το περίστροφο του εκπυρσοκριτησε ενώ το μοστραριζε σε κάτι φίλους του…

Έλεγε αλήθεια ή ψέματα τότε ο William Burroughs?

Αυτό μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ μας. Όπως και να χει φρόντισε να το σκάσει για την Αμερική και καταδικαστηκε, εν ερήμην, σε δύο χρόνια φυλάκισης.

Το μοναδικό δεδομένο που γνωρίζουμε γύρω από τον θάνατο της Vollmer είναι ότι λειτούργησε ως η αφετηρία για τον Burroughs να ξεκινήσει να γράφει τις “αναφορές” του. Οι αναφορές αυτές στην πορεία εξελίχθηκαν σε μερικά από τα πιο καινοτόμα και επιδραστικα βιβλία στην ιστορία της λογοτεχνίας.

Ο Cronenberg αντιλαμβάνεται το ποσό εκκεντρικός και σκιωδης άνθρωπος υπήρξε ο William Burroughs και έτσι αρνείται να βγάλει μια “ετυμηγορία” υπέρ ή εις βάρος του “ήρωα” του. Αντίθετα προτιμά να συνθέσει ένα αρκετά αφηρημένο πορτρέτο γύρω από τον ίδιο και την ζωή του και αφήνει εμάς τους θεατές να πασχίζουμε, λες και είμαστε “ντετέκτιβ“, να συνθεσουμε τα κομμάτια του παζλ. Στην πρώτη πράξη του NAKED LUNCH βλέπουμε τον Lee να εκτίθεται στο “ποντικοφαρμακο” του με αποτέλεσμα ποτέ να μην μας είναι ξεκάθαρο τι είναι “πραγματικότητα” και τι “παραισθηση” σε όλα όσα ακολουθούν.

Τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία φέρουν επάνω τους Οργουελιανες επιρροές. Η “Annexia” είναι εγκλωβισμένη σε ένα απολυταρχικο καθεστώς όπου ο Νόμος παρακολουθεί κάθε σου κίνηση και υπακούει σε… τεχνοκρατικα και ύπουλα έντομα . Είναι η ματιά του Burroughs επάνω στην Αμερική των 50s. Στον αντίποδα η “Interzone” λειτουργεί ως μια αλληγορία γύρω από τις εμπειρίες που απέκτησε ο συγγραφέας κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ταγγερη, την πιο κοσμοπολιτικη πόλη του Μαρόκου. Την εποχή εκείνη η Ταγγερη είχε κηρυχθει ως “διεθνής ζώνη“. Αν κάποιος επιθυμούσε (κάθε λογής) ναρκωτικά, όργια και απολαύσεις, έναντι προσιτών τιμών και δίχως το “χέρι” του Νόμου να σε καραδοκεί, ε η Ταγγερη φρόντιζε να του τα σερβίρει. Το 1953 (και αφού κυκλοφόρησε Underground το “JUNKY” μυθιστόρημα του) ο Burroughs μετακόμισε εκεί και φρόντισε να εκμεταλλευτει πλήρως τις ελευθερίες και τις απολαύσεις που του πρόσφερε η “Interzone” του.

Η Ταγγερη λειτούργησε ως “Παράδεισος” αλλά και σαν “Κόλαση” ταυτόχρονα για τον Burroughs. Κατά συνέπεια μετά από καιρό εξελίχθηκε σε ένα “Καθαρτηριο” για εκείνον. Ο William Burroughs βυθιζοταν ολοένα και περισσότερο στην εξάρτηση της πρεζα ενώ ανέπτυξε και διάφορες “εκκεντρικές” θεωρίες. Ξεκίνησε να πιστεύει στην τηλεπάθεια ενώ η ηρωινη από “ποντικοφαρμακο” εξελίχθηκε σε “ελιξήριο ζωής”. Ω, ναι ο Burroughs ισχυριζόταν ότι αν έπαιρνες καθαρό σταφ, τακτικά και σε σώστες δόσεις μπορούσες να επιμήκυνεις την διάρκεια της ζωής σου!

Πέραν της πρεζας, μια εξάρτηση που προϋπήρχε, στην Ταγγερη ο Burroughs ανακάλυψε και δύο νέους εθισμους.

Ο πρώτος ήταν τα νεαρά αγόρια που προσφέρονταν, τόσο απλόχερα και φτηνά, για αγοραιο έρωτα.

Στο NAKED LUNCH σε μια φάση ο Lee αναπτύσσει μια σχέση με έναν νεαρό ονόματι Kiki. O δεύτερος ξεκάθαρα πουλάει στον Lee το κορμί και την συντροφιά του όμως παράλληλα δείχνει να τον γουστάρει πραγματικά. Τον αντιμετωπίζει με τρυφερότητα αλλά και θαυμασμό. Όνειρο του Kiki είναι να τον πάρει ο Lee μαζί του στην “Annexia”. Από την πλευρά του και ο Lee δείχνει να απολαμβάνει την παρουσία του Kiki στο πλευρό του. Όμως μια μέρα ο Lee θα χρειαστεί την βοήθεια ενός Ελβετού και εκφυλου ευγενή, ονόματι Yves Cloquet ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στην “Annexia”. O Cloquet απαιτεί ένα αντάλλαγμα και ο Lee του πασάρει, δίχως δισταγμό, τον Kiki…

Η σκηνή που ακολουθεί μας θυμίζει, με φριχτό και τρομερό τρόπο, ότι παρά το γεγονός πως το DEAD RINGERS ήταν η τελευταία καθαρή “Horror” ταινία του Cronenberg τελικά το “βίτσιο” και η μαστορια του στο Body Horror δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ…

Η σεκάνς όπου ο Julian Sands (ιδανική επιλογή για τον ρόλο ενός ξιπασμενου παιδοφιλου / εκφυλου / αρπακτικού…) μεταμορφώνεται (στα μάτια του Lee…) σε μια πελώρια και αμείλικτη “σαραντοποδαρουσα” μπαίνει στο, ανίερο, πάνθεον φρίκης και τρόμου του σκηνοθέτη.

Ο Lee υποκύπτει στον πειρασμό και ρίχνει μια ματιά ώστε να δει τι θα συμβεί ανάμεσα στους Kiki και Cloquet. Ο φόβος, η ταραχή και η αποστροφή που σχηματιζονται εκείνη την στιγμή στο βλέμμα του έχουν διττή σημασία :

Ίσως ο Lee αντικρίζοντας την μακάβρια μοίρα του Kiki να κατακλύζεται από πόνο και τύψεις….Ίσως όμως απλά να αντιλαμβάνεται τι θα μπορούσε να πάθει ο ίδιος στην περίπτωση που δεν είχε χώσει τον Kiki στα χέρια του Cloquet…

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο απεικονίζει ο Cronenberg και το ατύχημα / δολοφονία της Vollmer. Στην σκηνή όπου ο Lee αστοχεί (?) και αντί να πυροβολήσει το ποτήρι που βρίσκεται επάνω στο κεφάλι της συζύγου του καταλήγει να σφηνωσει μια σφαίρα κατευθείαν στο κρανίο της η αντίδραση του στην συνέχεια φαίνεται να έχει επίσης δύο ερμηνείες. Αρχικά διακρίνουμε μια ψυχρή απάθεια όμως αμέσως μετά την διαδέχεται μια ταραχή.

Ασχέτως αιτίας και προθεσεων ο θάνατος της γυναίκας του όχι μόνο στοίχειωσε τον Lee αλλά τον οδήγησε και στον τρίτο, και πιο παράξενο, εθισμό του :

Την συγγραφή.

Ο Lee σε όλη την διάρκεια της ταινίας δεν δείχνει την παραμικρή προθυμία να ξεφύγει από την εξάρτηση του στα ναρκωτικά και τα νεαρά αγόρια. Αντίθετα σε αρκετές περιπτώσεις μάχεται, με μένος, να απαλλαγεί από την εξάρτηση του στο γράψιμο, κάτι που μεταφράζεται σε αρκετές σπασμένες γραφομηχανες.

Οι γραφομηχανες αυτές από ένα σημείο και ύστερα αποκτούν αλλόκοτες μορφές. Εξελίσσονται σε “έντομα” που μιλάνε στον Lee μέσα από κάτι που θυμίζει μουνι ή κωλοτρυπιδα ή του παρουσιάζονται ως “εξωγήινα τέρατα“. Κάποιες μέρες ο Lee είναι πρόθυμος να ακούσει τα λόγια του ενώ άλλες πάλι κάνει ότι μπορεί ώστε να τους βουλώσει τα “στόματα“…

Ο William Burroughs ήταν ένας αμφιλεγόμενος και προβληματικος Μπάσταρδος που έγραφε υπό την επήρεια ναρκωτικών. Πολλές φορές δεν θυμόταν καν αν και πότε είχε γράψει κάτι. Οι περιγραφές του ήταν ένα μπασταρδεμα συγγραφικής ευφυΐας και ενός τοξικου παραληρηματος. Στο NAKED LUNCH ο Cronenberg απεικονίζει αυτή την “ανορθόδοξη” σχέση ανάμεσα σε έναν καλλιτέχνη και το έργο του μέσα από σουρεαλισμό, μακάβριο Boddy Horror αλλά και ψυχεδελικό… “Bug Horror”!

Στο φινάλε του NAKED LUNCH ο William Lee αποφασίζει να εγκαταλείψει το Καθαρτηριο της “Interzone” και να επιστρέψει στην “Annexia”, πλέον με την ιδιότητα του συγγραφέα. Στα σύνορα τον σταματάνε δύο φύλακες και απαιτούν από εκείνον να τους αποδείξει ότι είναι όντως συγγραφέας και όχι κάνας εγκληματίας. Αρχικά ο Lee τους μοστράρει ένα στιλο και τους λέει “ιδού, μια συσκευή με την οποία γράφω!”, αλλά αυτή η επίδειξη δεν είναι αρκετή ώστε να πειστούν οι φύλακες.

Και κάπως έτσι ο William Lee γυρνάει το κεφάλι και κοιτάζει στο πίσω μέρος του φορτηγού του. Εκεί τον περιμένει η γυναίκα του…

“I guess it’s about time for our William Tell routine.”

Ύστερα από τα παραπάνω λόγια ο Lee βγάζει το περίστροφο του και σημαδεύει το ποτήρι επάνω στο κεφάλι της γυναίκας. Την συνέχεια μπορείτε να την φανταστείτε και μόνοι σας. Στο φινάλε οι δύο φύλακες όχι μόνο πείθονται για την συγγραφική ιδιότητα του άντρα αλλά του χαρίζουν και ένα χειροκρότημα.

Η “Annexia” αποκτά έναν ακόμη σπουδαίο συγγραφέα…

Πάρα την “συμβατική” αφήγηση που εφάρμοσε ο Cronenberg στην μεταφορά του το NAKED LUNCH μάλλον ήταν “γεύμα δυσκολοχωνευτο” που δεν έκατσε καθόλου καλά στα στομάχια των θεατών, αλλά και αρκετών κριτικών, πίσω στα 90s. Η ταινία κόστισε γύρω στα 18 εκατομμύρια για να γυριστεί και κατέληξε να βγάλει γύρω στα… 2 και κάτι ψιλά στο Box Office. H πρόσκληση σε γεύμα του σκηνοθέτη δεν γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση…

O Cronenberg ποτέ του δεν υπήρξε εμπορικός / mainstream σκηνοθέτης αλλά εδώ το “φλοπαρισμα” ήταν απλά ανελέητο. Πάντως με το πέρασμα των εποχών το φιλμ απέκτησε ένα Cult στάτους και δεν είναι και λίγοι εκείνοι οι κριτικοί που αναθεώρησαν την αξία του.

Και γιατί να μην το κάνουν άλλωστε?

Στο NAKED LUNCH o David Cronenberg πήρε ένα βιβλίο που για πολλούς φάνταζε “Unfilmable” και το εξέλιξε σε μια ταινία γεμάτη εκπληκτικά πρακτικά εφέ, σουρεαλιστικα σκηνικά και καταστάσεις, παρανοϊκό και αποκρουστικό “Bug Horror“, με στιβαρες ερμηνείες προερχόμενες από ένα φοβερό cast (O Peter Welller για να παίξει τον Lee έριξε άκυρο στα λεφτά του ROBOCOP #3 και κατέληξε να παραδώσει μια από τις κορυφαίες ερμηνείες του), με Jazz μουσικαρες από τους Howard Shore και Ornette Coleman (που σε βυθίζουν ως θεατή ακόμη πιο βαθιά στο όλο τριπαρισμα…) και με μια αφήγηση που αν και αποδείχθηκε “ζόρικη” για πολλούς θεατές στο τέλος απλά δεν γίνεται να μην την παραδεχθείς για την σάτιρα και τα μηνύματα που σου σερβίρει.

Επίσης εδώ ο σκηνοθέτης ποτέ του δεν αφήνει “γυμνό” τον “ήρωα” του, William Lee.

Για τον David Cronenberg δεν έχει καμία σημασία η “αλήθεια” πίσω από όλα όσα έκανε ή δεν έκανε ο William Burroughs. Το μόνο αληθινό σε αυτή την ιστορία είναι η στιγμή και η αιτία που πυροδοτησαν μέσα του τον “εθισμό” στην τέχνη και η υπενθύμιση ότι πολλές φορές η τέχνη δεν γεννιέται μέσα από όμορφες καταστάσεις…

Did I ever tell you about the man
who taught his asshole to talk?

His whole abdomen would move up and down,
you dig, farting out the words.

It was unlike anything I ever heard.

Bubbly, thick, stagnant sound.

A sound you could smell.

This man worked for the carnival,you dig?

And to start with it was
like a novelty ventriloquist act.

After a while,
the ass started talking on its own.

He would go in
without anything prepared…

and his ass would ad-lib
and toss the gags back at him every time.

Then it developed sort of teethlike…

little raspy incurving hooks
and started eating.

He thought this was cute at first
and built an act around it…

but the asshole would eat its way through
his pants and start talking on the street…

shouting out it wanted equal rights.

It would get drunk, too, and have crying jags.
Nobody loved it.

And it wanted to be kissed,
same as any other mouth.

Finally, it talked all the time,
day and night.

You could hear him for blocks,
screaming at it to shut up…

beating at it with his fists…

and sticking candles up it, but…

nothing did any good,
and the asshole said to him…

“It is you who will shut up
in the end, not me…

“because we don’t need you
around here anymore.

I can talk and eat and shit.”

After that, he began waking up
in the morning with transparentjelly

like a tadpole’s tail
all over his mouth.

He would tear it off his mouth
and the pieces would stick to his hands…

~William Burroughs

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: