By Αντρέι Κοτσεργκίν
O Russell Nash την αράζει μέσα στο Madison Square Garden ώστε να παρακολουθήσει έναν αγώνα wrestling. Το πλήθος γύρω του ξεσπά σε ιαχες ενώ θαυμάζει μερικούς λαδωμενους μπουνταλαδες να παριστάνουν ότι σαπίζουν στο ξύλο ο ένας τον άλλον, επάνω σε μια αρένα. Όμως ο Nash δεν δείχνει να συγκινείται ιδιαίτερα από το θέαμα. Καθώς βυθίζεται σε έναν ύπνο το μυαλό του τον ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή.
Μία εποχή όπου αληθινές μάχες εκτυλίσσονταν μέσα σε πεδιάδες, με σπαθιά στα χέρια και δίχως την παρουσία κάποιου κοινού να επευφημει τους μαχητές. Ο μοναδικός τρόπος τότε ώστε να κερδίσεις ένα χειροκρότημα, μια δημόσια παραδοχή του ανδρισμού σου, ήταν να κατορθώσεις να γυρίσεις σπίτι σου, ζωντανός και νικητής.
Καθώς ακολουθείς τον Nash σε αυτό το “όνειρο” μέσα σου σκέφτεσαι ότι στην σύγχρονη εποχή δεν υπάρχει πλέον ο χώρος και η ανοχή για τέτοιες βάρβαρες αναμετρήσεις και για τόσο αιμοδιψείς άντρες. Και όμως να με το που ξυπνάει αυτός ο άντρας όλες σου οι πεποιθήσεις σφαγιαζονται ανελέητα.
Ο Nash ξύπνα ύστερα από μια αλλόκοτη αίσθηση που κατακλύζει τα σωθικά του. Στην συνέχεια κατεβαίνει στο πάρκινγκ του σταδίου και όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία ενός άλλου άντρα οι δύο τους φροντίζουν να μεταμόρφωσουν τον χώρο αυτό σε μια μοντέρνα αρένα θανάτου.
Το 1985 οι πολεμιστές παλαιότερων εποχών εξακολουθούν να ζουν ανάμεσα μας. Διατηρούν τα βίαια έθιμα και τις ορέξεις τους, συνεχίζουν να κουβαλάνε επάνω τους τα σπαθιά τους, απλά πλέον το κάνουν όντας κρυμμένοι σε κοινή θέα. Οι ματωμενες πεδιάδες μπορεί να έδωσαν την θέση τους σε υπόγεια πάρκινγκ, οι δερμάτινες μπότες να εξελίχθηκαν σε Diadora αθλητικά παπούτσια, και τα κομμένα κορμιά να αντικατασταθηκαν από πατημένα κουτιά Coca Cola όμως τόσο η μάχη όσο και ο σκοπός της παραμένουν ζωντανά.
Στο HIGHLANDER ο σκηνοθέτης Russell Mulcahy μας έμπασε στον αθέατο μικρόκοσμο των αθάνατων αντρών που ετοιμάζονται να δώσουν την τελική τους αναμέτρηση, με αντάλλαγμα το πολυπόθητο “βραβείο“…

Το τεχνικό μεγαλείο του HIGHLANDER τα έχουμε αναλύσει σε παλαιότερο αφιέρωμα μας. Λόγω ενός, σχετικά, μικρού μπάτζετ ο σκηνοθέτης κατέφυγε σε guerrilla τακτικές. Έφτασε στο σημείο να δένει τους ηθοποιούς του επάνω σε μπαταρίες αυτοκινήτων ώστε να πετύχει το, σήμα κατατεθέν πλέον, εφέ με τις σπίθες καθώς τα σπαθιά των αθάνατων συγκρούονταν μεταξύ τους!
Πέραν όμως των ξιφομαχιων το φιλμ αυτό έχει και άλλα επικά και γοητευτικά θεάματα να προσφέρει στον θεατή. Πριν αναλάβει το πρότζεκτ ο Mulchachy σκηνοθετούσε βίντεο κλιπ για λογαριασμό της EMI. Το παρελθόν του στην μουσική βιομηχανία γίνεται απόλυτα ευδιάκριτο σε σκηνές όπως για παράδειγμα αυτές όπου βλέπουμε τους Christopher Lambert και Clancy Brown να οδηγούν τα αμάξια τους, υπό τους Neon φωτισμούς της Νέας Υόρκης. Αυτή την βίντεο κλιπιστικη αισθητική ο σκηνοθέτης την πάντρεψε ιδανικά με ένα άλλο ύφος το οποίο ταιριάζει γάντι σε μια μεγαλούπολη :
Το νεο~νουάρ.
Αυτό το επικίνδυνο αλλά και σαγηνευτικό σκηνικό της μοντέρνας εποχής ο σκηνοθέτης το “σπάει” μέσω μιας σειράς από flashbacks, τα οποία μας ταξιδεύουν σε διαφορετικές εποχές και παράλληλα μας δίνουν τα σκόρπια κομμάτια της ζωής ενός άντρα που βρίσκεται σε αυτή την γη από τον 16ο αιώνα!
Και όμως αυτά τα χρονοταξιδα ποτέ τους δεν ζημιωνουν την συνοχή και την αισθητική του φιλμ. Αντίθετα τα εμπλουτίζουν. Στο HIGHLANDER υπάρχει μια συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στο νουάρ, το σκληροτραχηλο, το ροκ και το “σεξι” με το επικό και το ρομαντικό. Είτε βρίσκεσαι σε ένα κατάμεστο και θορυβώδες Madison Square Garden είτε παρακολουθείς ένα ηλιοβασίλεμα στην Σκωτία του 1536 η εικόνα θα είναι εξίσου επιβλητική, απλά με διαφορετικό τρόπο.
Εκτός της ομορφιάς και της αιματοχυσίας το φιλμ διακρίνεται και από ψήγματα ευρηματικής σάτιρας. Σε μια σεκάνς ο Mulchachy μας ταξιδεύει σε εποχές Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ήρωας μας στριμωχνεται από έναν εξαιρετικά αιμοδιψή Ναζί αλλά κατορθώνει να του πάρει το όπλο. Τον προτρέπει να τρέξει αλλά ο Γερμαναράς αρνείται πεισματικά να το κάνει.
Η αντίδραση του αθάνατου απέναντι σε ένα μέλος της “ανώτερης φυλής” είναι απλά ξεκαρδιστική…

Ήρωας του HIGHLANDER είναι ο Connor MacLeod, της φατρίας των MacLeod. Ο άντρας αυτός γεννήθηκε, πέθανε και αναγεννήθηκε κάπου στα Highlands της Σκωτίας, τον 16ο αιώνα. Αφού σφαγιαστηκε, από το χέρι ενός πολεμοχαρη μισθοφόρου ονόματι Kurgan, ξαφνικά επέστρεψε στην ζωή. Η εξέλιξη αυτή συνταραξε τους προληπτικούς συγγενείς και την φυλή του. Τον στιγματισαν ως “μάγο” και τον εξορισαν από την γενέτειρα του.
Μία μέρα και ενώ ο Connor απολάμβανε την ζωή στην εξορία, ένας μυστηριώδης άντρας κάνει την εμφάνιση του ώστε να τον μύησει στην νέα του πραγματικότητα. Συστήνεται ως Ramirez, ένας αθάνατος που έρχεται από την Αίγυπτο, και αναλάμβανει να εκπαιδεύσει τον “αμόρφωτο” Σκωτσέζο στα ήθη και έθιμα των αθάνατων. Του εξηγεί τους κανόνες του “παιχνιδιού” και του αποκαλύπτει την ύπαρξη του “βραβείου“. Τον παρουσιάζει σε μια, μεταφυσική , δύναμη που την αποκαλεί ως “The Quickening”. Η δύναμη αυτή τους εξασφαλίζει αθανασία και τους δίνει την δυνατότητα να αποκτούν πρόσβαση στις γνώσεις εκείνων που πεθαίνουν από το ξίφος τους. Επίσης τους δίνει μια “σύνδεση” με την φύση γύρω τους. Ο μοναδικός τρόπος ώστε ένας αθάνατος να χάσει το χάρισμα αυτό είναι να χάσει ο ίδιος το κεφάλι του…
Σε αντίθεση με τον αμείλικτο και βάρβαρο Kurgan ο Ramirez διακρίνεται από ευγένεια, μόρφωση και μια αίσθηση τιμής. Οι κανόνες του “παιχνιδιού” ορίζουν ότι στο τέλος “μπορεί να υπάρξει μονάχα ένας” αθάνατος. Αλλά αντίθετα με τον Kurgan ο Ramirez δεν δείχνει διατεθειμένος να αποκεφάλισει τον MacLeod πριν εκείνος μυηθει πλήρως στις απαιτήσεις του “παιχνιδιού“.
Γιατί ο Ramirez δεν αποκεφάλισε κατευθείαν τον MacLeod?
Οι μεταξύ τους συζητήσεις καθιστούν ξεκάθαρο το γεγονός ότι μια μέρα οι δύο τους θα μονομαχήσουν μέχρι θανάτου. Ο Ramirez προφητευει στον μαθητευομενο του τον ερχομό του “The Gathering”. Του αποκαλύπτει ότι κάποτε θα έρθει μια μέρα όπου θα έχουν απομείνει ελάχιστοι από το σιναφι τους επάνω στην Γη. Και όταν ξημερώσει επιτέλους αυτή η μέρα τότε η δύναμη μέσα τους θα τους οδηγήσει σε έναν νέο τόπο και εκεί θα κληθούν να μονομαχήσουν μεταξύ τους για το “βραβείο”.
Και όμως ο Ramirez ενώ εύκολα θα μπορούσε να σκοτώσει τον, ανεκπαιδευτο τότε MacLeod, προτιμά να εξελιχθεί σε φίλο και μέντορα του. Ισως απλά ο Ramirez να θεωρεί ότι θα ήταν άτιμο εκ μέρους του να σκοτώσει έναν άπειρο πολεμιστή. Η μπορεί αυτή του η επιλογή να έχει πολύ πιο σύνθετα και προσωπικά κίνητρα. Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης ο δάσκαλος φροντίζει να δώσει στον μαθητή και ένα πολύτιμο ” μάθημα” το οποίο όμως δεν έχει σχέση με σπαθιά και αιματοχυσίες. Τον προτρέπει να μην “δένεται” με τους κοινούς θνητούς και ειδικότερα με τις γυναίκες. Του αποκαλύπτει ότι γεννήθηκε το 896 Π.Χ. στην Αίγυπτο και ότι σε ολόκληρη την διάρκεια της, μέχρι τότε, ζωής του παντρεύτηκε τρεις γυναίκες. Προφανώς παρακολουθήσε και τις τρεις να οδηγούνται στον θάνατο τους. Η τελευταία του σύζυγος ήταν η κόρη ενός άρχοντα, κάπου στην Ασία, και ήταν και η γυναίκα την οποία αγάπησε περισσότερο από όλες. Ο θάνατος της οδήγησε τον Ramirez στην απόφαση να μην δεθεί ξανά με έναν θνητο. Ίσως στο πρόσωπο του MacLeod ο Ramirez να βρήκε επιτέλους έναν “σύντροφο” που θα μπορέσει να σταθεί στο πλευρό του μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Και πάλι όμως η φιλία αυτή θα φτάσει σε μια ημερομηνία λήξης όταν έρθει η στιγμή του The Gathering…

Αντίθετα με τον Ramirez o Kurgan είναι ένας τύπος που δεν φαίνεται να έχει την ανάγκη να δένεται συναισθηματικά με ανθρώπους.
Ο άντρας αυτός ζει αποκλειστικά για την εκσταση της μάχης. Μεγάλωσε σε έναν τόπο όπου οι κάτοικοι του έριχναν παιδιά μέσα σε λακους γεμάτους με πεινασμένα σκυλιά ώστε να τα σκληραγωγησουν. Δεν βίωσε ποτέ του την αγάπη. Δεν την νιώθει, δεν την κατανοεί και δεν την αναζητά. Την έχει αντικαταστήσει με μια ακόρεστη επιθυμία για δύναμη και εξουσία. Φαίνεται να απολαμβάνει τόσο πολύ το “παιχνίδι” που ειλικρινά σου δίνει την εντύπωση ότι αν κατορθώσει να κερδίσει το “βραβείο” στο τέλος θα καταλήξει να… πάθει κατάθλιψη επειδή πλέον δεν θα έχει την δυνατότητα να καταδιώκει αθάνατους ώστε να τους κόψει τα κεφάλια…
Οφείλω να τονίσω για ακόμη μια φορά το ποσό ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΟΣ είναι ο Clancy Brown (και εδώ). Στο σενάριο ο Kurgan σκιαγραφονταν με έναν αρκετά μονοδιάστατο τρόπο και φάνταζε ως ο κλισέ 80s Ρώσος Villain από κάποια 80s Action εξτραβαγκαντζα της CANNON. Ο Clancy όμως ξεκίνησε τα “πειράματά“. Μπήκε σε ένα αρκετά επιθετικό method acting (στην διάρκεια των γυρισμάτων της μονομαχίας με τον Ramirez κόντεψε, κατά λάθος και επάνω στον ενθουσιασμό του , να… αποκεφάλισει όντως τον Sean Connery…) προσάρμοσε το look του χαρακτήρα του στις επιταγές της μόδας των 80s (ή τουλάχιστον σε κάτι που αντιλαμβάνεται ως “μόδα” ένας τύπος όπως είναι ο Kurgan..) και γενικότερα προέβη σε πολλούς αυτοσχεδιασμους.
Μάλιστα προϊόν αυτοσχεδιασμού αποτέλεσε και η περίφημη πλέον ατακαρα του Kurgan,μέσα στην εκκλησία…
Ο Kurgan του Clancy Brown φαντάζει ως ένα κράμα βάρβαρου πολεμιστή με Comic Book Villain που ο ηθοποιός τον στόλισε με την Heavy Metal αισθητική των 80s και με Horror στοιχεία. Ο Clancy εξελίσσει τον Kurgan από έναν κλισέ σφαγεα σε διαχρονικό Κακό του σύγχρονου σινεμά.
Τι είναι όμως το περιβόητο αυτό” βραβείο”?
Ο σκηνοθέτης ποτέ του δεν μας δίνει μια ξεκάθαρη απάντηση. Η μοναδική “απάντηση” που παίρνουμε έρχεται από τον Ramirez ενώ εκείνος προειδοποιεί τον μαθητή του σχετικά με το τι θα συμβεί στην περίπτωση που ο Kurgan κατακτήσει το “βραβείο” :
“The Kurgan…is the strongest of all the immortals. He’s the perfect warrior. If he wins the Prize, mortal man would suffer an eternity of darkness.”

Για καλή τύχη του ανθρώπινου είδους τελικά είναι ο Connor MacLeod εκείνος που νικά στο “The Gathering”. Και η ανταμοιβή που ορίζει για τον εαυτό του είναι μια θνητή ζωή που θα του επιτρέψει να κάνει παιδιά.
Στο αυθεντικό σενάριο του HIGHLANDER, που αρχικά ήταν να βγει με τον τίτλο “THE DARK KNIGHT”, η ιστορία κυλούσε αρκετά διαφορετικά. Σε αυτή την εκδοχή ο Connor αφού ανακαλύψει ότι είναι ένας αθάνατος εγκαταλείπει πρόθυμα τα Highlands ώστε να αναζητήσει και να βιώσει όλες τις εμπειρίες που έχει να του προσφέρει ο υπόλοιπος κόσμος. Επίσης σε αυτή την εκδοχή μπορεί να κάνει παιδιά και κάπως έτσι καταλήγει να σπείρει αρκετούς απογόνους που στην συνέχεια είναι καταδικασμενος να τους βλέπει να πεθαίνουν ενώ παράλληλα εκείνος δεν έχει γεράσει έστω μια ημέρα.
Οι αλλαγές που έγιναν επάνω σε αυτές τις πτυχές του σεναρίου προσθέτουν μια διαφορετική τραγικότητα στον μύθο του HIGHLANDER και τον ντύνουν με έναν αθεράπευτο ρομαντισμό.
Το φιλμ του Mulchachy καταλήγει σε μια αναζήτηση της αγάπης μέσα από τους αιώνες. Ο Ramirez κατόρθωσε να πείσει τον μαθητή του ότι μια αιωνιότητα δίχως δεσμεύσεις είναι προτιμότερη από μια “στιγμή” ευτυχίας που αναπόφευκτα κάποτε θα καταλήξει σε απώλεια και πόνο…
“You Must Leave Her Brother…”
Έκανε λάθος.
Το HIGHLANDER, ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, είναι το ταξίδι ενός πονεμένου και μοναχικού άντρα στην συνειδητοποίηση ότι μια ζωή χωρίς την παρουσία αγάπης στο τέλος δεν φέρει επάνω της το παραμικρό νόημα. Είναι απλά ένα απόλυτο κενό που συντηρεί τον εαυτό του.

Στο φινάλε την πιο εύστοχη ανάλυση επάνω στο φιλμ την έχει κάνει ο ίδιος ο Christopher Lambert :
“Δεν δέχτηκα να κάνω την ταινία για την δράση αλλά επειδή με ιντριγκαρε το ότι εξέταζε το ενδεχόμενο της αθανασίας. Πως αντιμετωπίσεις μια τέτοια κατάσταση? Πως επιβιώνεις μέσα σου? Είναι ήδη δύσκολο το να ζήσεις μια ζωή αλλά το να παρατηρείς τους ανθρώπους γύρω σου να πεθαίνουν ξανά και ξανά… Πως να αντέξεις τόσο πόνο? Πως βρίσκεις την δύναμη να συνεχίσεις να προχωράς μπροστά και να παραμένεις αισιόδοξος? Να είσαι ικανός να συνεχίζεις να ερωτεύεσαι ακόμη και όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων τον πόνο που θα προκύψει όταν χάσεις το άτομο που αγαπάς… “
Αυτό το μάθημα, που δεν μπόρεσε να το μεταδώσει ο Ramirez στον χαρακτήρα του, ο Lambert το έλαβε μερικά χρόνια αργότερα :
” Όταν πέθανε ο αδελφός μου ένιωσα ακριβώς όπως ένιωθα στην διάρκεια των γυρισμάτων του HIGHLANDER. Η σκέψη ότι ενώ δεν μπορείς να αφήσεις πίσω σου το παρελθόν ταυτόχρονα η ζωή πρέπει να προχωρήσει μπροστά. Αν ο Connor MacLeod μπόρεσε να ζήσει πέντε ή έξι ζωές, ε τότε μπορούμε και εμείς να ζήσουμε μια. “
Ο Lambert εξαρχής γοητεύτηκε από την μυθολογία και τα μηνύματα της κάτι που το απέδειξε στα γυρίσματα. Παρά τα μακροχρόνια προβλήματα οράσεως που αντιμετώπιζε γύρισε επικίνδυνες Action σκηνές, χωρίς να καταφύγει σε stunt double και επιστρατευοντας το τόσο χαρακτηριστικό και μοναδικό βλέμμα αλλά και την φωνή του φρόντισε να καταστήσει “αθάνατο” τον ήρωα του και όλα όσα εκείνος πρεσβεύει, μέσα στην συνείδηση του κοινού.
Στο HIGHLANDER ο κύκλος της ζωής εξυμνειται μέσα από μια επική ιστορία αθανασίας η οποία εκτυλίσσεται μέσα στους αιώνες. Χωρίς την παρουσία της αγάπης η ζωή μας, όσο και αν διαρκέσει, απλά δεν θα έχει ένα νόημα. Και ναι ο θάνατος αναπόφευκτα μια μέρα θα πάρει τα πρόσωπα που αγαπήσαμε μακριά μας. Δεν γίνεται να τον πολεμήσουμε με κάποιο “ξίφος“. Όμως η αγάπη αυτή θα εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα στα σωθικά μας και με μια σχεδόν “ηλεκτρική” δύναμη θα μας δώσει το κουράγιο και την θέληση να συνεχίσουμε το ταξίδι μας σε αυτή την ζωή ή ακόμη και να την εγκαταλειψουμε νιώθοντας ότι φεύγουμε πλήρεις.
Να που στο φινάλε η αγάπη λειτουργεί ακριβώς όπως το “The Quickening”, που διόλου τυχαία εδώ εκδηλώνεται στην οθόνη λες και είναι ένας ” ηλεκτρικός οργασμός” . Είναι η σύνδεση μας με αυτόν τον κόσμο. Είναι κάτι για το οποίο αξίζει να το αναζητήσουμε, να το βιώσουμε και να πολεμήσουμε για αυτό . Είναι το βραβείο μας.
Το HIGHLANDER, του Russell Mulchachy, είναι μια ταινία που μας ξεδιπλώνει μια αρκετά αόριστη μυθολογία. Πότε δεν μας ξεκαθαρίζει από που προέρχονται οι αθάνατοι πολεμιστές της, πως λειτουργεί η δύναμη τους, ποίος θέσπισε το “παιχνίδι” και τους κανόνες του (πχ θα συμβεί όντως κάτι το τρομερό αν δύο αθάνατοι μονομαχήσουν σε ιερό έδαφος ή είναι απλά μια συμφωνία που θεσπισαν κάποτε μεταξύ τους ώστε να μπορούν να παίρνουν καμιά ανάσα ?) και τι ακριβώς είναι το πολυπόθητο “βραβείο”. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για ορισμένες από τις σκηνές που στήνει ο σκηνοθέτης. Κάποιες από αυτές δεν φαίνεται να βγάζουν, “κάποιο νόημα“. Να όμως που ο Mulchachy είναι ο πρώτος που το αναγνωρίζει αυτό και έτσι φροντίζει να τις απεικονίσει με τόσο cool και σαγηνευτικό τρόπο που στο τέλος ως θεατής καταλήγεις όχι μόνο να αγνοείς τα όποια παράδοξα της ιστορίας αλλά τα αποδέχεσαι πλήρως. Η έλλειψη μιας “λογικής” απλά καθιστά τις γητειες που υφαίνει ο σκηνοθέτης εδώ ακόμη πιο ισχυρές.
Διαολε εδώ έχουμε έναν Γάλλο να παίζει τον Σκωτσέζο, έναν Σκωτσέζο να παίζει τον… Αιγύπτιο και έναν Αμερικανό τον Ρώσο… και κάπως όλο αυτό καταλήγει να λειτουργεί μια χαρά!
Ο Mulchachy είπε ότι διάλεξε τους πρωταγωνιστές του με βάση την φυσιογνωμία τους και επειδή το ένιωθε ότι ταίριαζαν στους συγκεκριμένους ρόλους και το έκανε δίχως να λογαριάζει λεπτομέρειες που είχαν να κάνουν με την προφορά ή το χρώμα της επιδερμίδας τους. Στην τελική “είναι άντρες που ζουν ολόκληρους αιώνες και θα μπορούσαν να αποκτήσουν τις προφορές τους από διάφορα μέρη”. Επίσης δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να περιορίσει ή να βάλει σε καλούπια τον τιτανα Sean Connery. Τον άφησε να παίξει με τον τρόπο που ήξερε και εκείνος του ξηγηθηκε με μια άκρως γοητευτική, τσαχπινικη αλλά και ηρωική ερμηνεία. Ο Sir κατά καιρούς ξηγιοταν και κάνα μπουκαλάκι ακριβό scotch ουίσκι στα γυρίσματα μια διαδικασία που ενίοτε χαλαρωνε το κλίμα ενώ άλλες φορές πάλι ανέβαζε την ένταση στα ύψη!
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι όσον αφορά την ιστορία, την αισθητική της ταινίας αλλά και ότι έχει να κάνει με την αθανασία, το “The Quickening” και το “βραβείο” ο εκάστοτε θεατής μπορεί να προβεί σε μια σωρεία από αναλύσεις, θεωρίες και ερμηνείες. Και όμως η διαδικασία αυτή είναι απλά μάταιος κόπος.
Ο μοναδικός που μπόρεσε όντως να δώσει μια “εξήγηση” σχετικά με όλα τα παραπάνω είναι ο Connor MacLeod, της φατρίας των MacLeod’s :
“It’s a Kind of Magic…”
Αυτή την “μαγεία” το HIGHLANDER την μετέφερε σε εκατομμύρια θεατές, σε όλες τις μεριές της Γης. Μια “μαγεία” που το 1986 αγνοήθηκε από αρκετούς εξαιτίας ενός κάκιστου μάρκετινγκ που παρουσίαζε στο κοινό το φιλμ ως κάτι το αρκετά πιο διαφορετικό και το” κενό” σε σχέση με όλα όσα πραγματικά ήτανε. Να όμως που η ταινία του Mulchachy εξασφάλισε την δική της αθανασία μέσω του VHS και των θεατών που την διέδωσαν από στόμα σε στόμα. Σήμερα το “βραβείο” του Cult Classic φιλμ φαίνεται να έχει κερδηθεί επάξια από τους συντελεστές του HIGHLANDER.
Στην “μαγεία” της ταινίας υπέκυψαν και οι QUEEN. Ο Mulchachy στα 80s είπε να εξαργύρωσει “μια χάρη” ζητώντας από την μπάντα να γράψει ένα κομμάτι για λογαριασμό της ταινίας του. Ύστερα από μια πριβε προβολή οι QUEEN αποφάσισαν να συνθεσουν ολόκληρο το Soundtrack! Οι QUEEN όντας γνήσιοι σπασικλες γοητεύτηκαν αμέσως από το swords & fantasy ύφος του HIGHLANDER. Όμως παράλληλα δεν αμέλησαν να εξυψώσουν και τα μηνύματα αγάπης τα οποία προκύπτουν μέσα από την ιστορία της ταινίας συνθέτοντας ορισμένους από τους σπουδαιότερους ύμνους τους.
Ειδικά ο Brian May μπήκε εντελώς μέσα στο νόημα :
“Forever is our today,
Who waits forever anyway ?”
Ιδού, η μελωδία μιας αγάπης που παρέμεινε ζωντανή μέσα στους αιώνες.
Ο Connor MacLeod είδε τον πρώτο του έρωτα να γερνάει και να πεθαίνει. “You must leave her brother…” το σκληρό μάθημα του μέντορα του καθόριζε την πορεία του για αιώνες ολόκληρους. Και όμως να που ύστερα από αιώνες ολόκληρους εξακολουθεί να θυμάται την αξία αυτής της “θνητής” εμπειρίας. Συνεχίζει να την τιμά όπως μπορεί. Και προς το φινάλε αποφασίζει ότι αξίζει να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στην αγάπη αλλά και να θυσιάσει για λογαριασμό της την αθανασία. Διότι ακόμη και μέσα σε μια αιωνιότητα ποτέ σου δεν θα μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα συναντήσεις ξανά ένα συναίσθημα τόσο όμορφο και ισχυρό. Αντίθετα ο θάνατος, ο πόνος, η απόγνωση και η μοχθηρια πάντοτε θα βρίσκονται σε αφθονία. Για αυτά τα τελευταία θα παλέψεινα διατηρήσει την αθανασία του ο Kurgan…
Ερωτας και μαγεία. Κανένα από αυτά τα δύο δεν έχει ανάγκη από κάποια “εξήγηση“. Το μοναδικό πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να τα αφήσεις να κατακλυσουν τις αισθήσεις σου, να κυλήσουν μέσα σου σαν ηλεκτρισμός και να τα απολαύσεις για όσο καιρό σου απομένει σε αυτή την ζωή και φεύγοντας να τα πάρεις μαζί σου.
Και εδώ είναι που απέτυχαν όλα τα sequels του HIGHLANDER και πιθανότατα εκεί που θα αποτύχει και το reboot του :
Όταν πασχίζεις να δώσεις μια “εξήγηση” στην μαγεία ή τον έρωτα απλά θα καταλήξεις να τα χάσεις…
Υ.Γ. Κατερίνα δικό σου. Χρόνια Πολλά και να ξέρεις ότι συνεχίζεις να με χτυπάς σαν κάποια ανεξήγητη ηλεκτρική δύναμη, κάθε μέρα που σε βλέπω.
🎂
Leave a Reply