by Αντρέι Κοτσεργκίν
‘Beer… and a bottle.’
Ένας μυστηριώδης ξένος καταφτάνει στην πόλη του Largo. Τα μοναδικά πράγματα που ζητάει ο άντρας αυτός είναι μια μπύρα, ένα μπουκάλι ουίσκι και μια ώρα ώστε να την αράξει και να τα απολαύσει. Διάολε ίσως προλάβει να ρίξει και ένα ξύρισμα και να κάνει ένα ζεστό μπάνιο, το οποίο δείχνει να το έχει πραγματικά ανάγκη.
Όμως μερικοί από τους κατοίκους της πόλης έχουν αντίθετη άποψη. Μια ομάδα αντρών περικυκλώνει τον άγνωστο, λες και είναι πεινασμένα όρνια, και του ζητούν τα ρέστα…
Ο άγνωστος αφού κάνει αισθητή την παρουσία του στην συνέχεια κινεί να βρει ένα δωμάτιο όμως θα βρεθεί ξανά αντιμέτωπος με ένα αφιλόξενο εμπόδιο που εδώ μεταφράζεται στο πρόσωπο μιας αθυρόστομης και επιθετικής γυναίκας.
Ο άγνωστος προσπαθεί να την συνετίσει όμως εκείνη τον αποκαλεί ‘Whiskey Breath‘ , του ρίχνει το πούρο κάτω και πασχίζει να μειώσει τον ανδρισμό του. Εκείνος με την σειρά του την σέρνει σε έναν αχυρώνα και την βιάζει μέχρι να της αρέσει…

Όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα στο πρώτο κιόλας εικοσάλεπτο της ταινίας.
Στο High Plains Drifter , του 1973, ο Clint Eastwood κάθεται για δεύτερη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη και μας δίνει ένα γουέστερν βρώμικο , ωμό και σκληρό και το οποίο δεν διστάζει να καλπάσει ακόμη και στα μονοπάτια του μεταφυσικού…
Ο Clint ξεκινά την ταινία του σαν ένα τυπικό σπαγγέτι γουέστερν στο οποίο ένας ανώνυμος αντιήρωας καλείται να εξελιχθεί στον σωτήρα μιας ταλαίπωρης πόλης. Όμως έχοντας πάρει όλα τα σωστά μαθήματα από τον τιτάνα ‘δάσκαλο‘ Sergio Leone ο σκηνοθέτης / πρωταγωνιστής αρνείται να μας δώσει μια ακόμη συμβατική ιστορία Αμερικάνικου ηρωισμού και τυχοδιωκτισμού.
Το High Plains Drifter είναι ένα ρεβιζιονιστικό γουέστερν που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί μέχρι τότε το Αμερικάνικο σινεμά και αποτέλεσε την έναρξη μιας απόλυτα επιτυχημένης μετάβασης ενός εμβληματικού πιστολέρο / πρωταγωνιστή στον τομέα της σκηνοθεσίας.

Βλέποντας την φονική ικανότητα του ξένου οι κάτοικοι της πόλης αυτομάτως τον χρίζουν σωτήρα τους. Του προσφέρουν αρχικά την θέση του σερίφη όμως εκείνος την αρνείται. Επάνω στην απελπισία τους να λυτρωθούν από τα Καθάρματα που μαστίζουν την πόλη τους οι πολίτες του τάζουν κυριολεκτικά τα ‘πάντα‘, του δίνουν μια απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Και τότε ο ξένος αποδέχεται την προσφορά και κατευθείαν αρχίζει να κάνει χρήση των νέων του προνομιών.
Ο ξένος ανακηρύσσει τον βοηθό κουρέα, και νάνο, ως τον δήμαρχο και σερίφη της πόλης και διατάζει να εγκαταλείψουν όλοι οι θαμώνες του τοπικού ξενοδοχείου τα δωμάτια τους, μαζί τους και οι ιδιοκτήτες, ώστε να την αράζει ολομόναχος εκεί μέσα. Και τέλος παραγγέλνει να του φέρουν αρκετά γαλόνια κόκκινη μπογιά.
Με την μπογιά αυτή ο ξένος θα βάψει ολόκληρη την πόλη στα κόκκινα και αφού δει το έργο του ολοκληρωμένο θα προσθέσει και την τελική πινελιά καθώς πηγαίνει μέχρι την ταμπέλα με την ονομασία της πόλης και της αλλάζει το όνομα σε ‘Hell‘…

Κόλαση.
H νέα ονομασία φαντάζει να ταιριάζει καλύτερα σε μια πόλη που τα θεμέλια της χτίστηκαν κυριολεκτικά επάνω στην αμαρτία, το ψέμα και το έγκλημα. Αυτά τα τελευταία ο άγνωστος άντρας τα ονειρεύεται κάθε νύχτα και τον αποτρέπουν από το να απολαύσει έναν καλό ύπνο.
Η ίδια ακριβώς λέξη περιγράφει ιδανικά και την σκηνοθεσία του Clint αλλά και το σενάριο του Ernest Tidyman.
Πατώντας επάνω στις διδαχές σκηνοθετών όπως ήταν οι Sergio Leone και Don Siegel o Clint εδώ χτίζει κυριολεκτικά μια επίγεια ‘Κόλαση‘ όπου ένας άντρας μπορεί να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες που τον ταλανίζουν μονάχα καταφεύγοντας σε πράξεις απαράμιλλης βίας. Πιστολίδια, μαστιγώματα, βρισίδια, βιασμοί…ο σκηνοθέτης εδώ δεν φοβάται να ρίξει μερικές σφαίρες που η πολιτική ορθότητα του σήμερα θα προσπαθούσε να τις αποκρούσει με όλη της την μανία. Και όμως όλη η ακραία βία που επιστρατεύει εδώ ο σκηνοθέτης, πέραν του ψυχαγωγικού κομματιού, λειτουργεί και ως μια απόλυτα σταράτη αλληγορία.
Σχεδόν σε κάθε σκηνή του φιλμ οι κάτοικοι αυτής της ‘Κόλασης‘ πασχίζουν να συνθηκολογήσουν με τον ξένο. Κάνουν τα πάντα ώστε να κερδίσουν την εύνοια του. Και όμως εκείνος μπορεί άνετα να διακρίνει την υποκρισία τους ακόμη και πίσω από τα ‘δώρα‘ που του προσφέρουν τόσο απλόχερα. Την μυρίζει επειδή ακόμη και όταν οι ανάσες όλων τους βρωμούν από το ουίσκι αυτή ζέχνει σε τόσο μεγάλο βαθμό που δεν γίνεται να μην την αντιληφθείς.
Στο High Plains…o ξένος φαντάζει να λειτουργεί ως ένα ‘φάντασμα‘ που εμφανίζεται μια μέρα από το πουθενά και έχοντας μοναδικό στόχο το να ξεσκεπάσει τις αμαρτίες της Δύσης και να επιφέρει την ύψιστη τιμωρία όχι μονάχα σε εκείνους που έχουν βάψει τα χέρια τους με το αίμα των αθώων αλλά και επάνω σε όλους όσους τόλμησαν να γίνουν συνένοχοι τους αποκρύπτοντας την αλήθεια.
Όντας άγουρος ακόμη σαν σκηνοθέτης ο Clint άντλησε άφθονη έμπνευση, τόσο σκηνοθετικά όσο και θεματολογικά, από τους Leone και Siegel. Παρόλα αυτά εδώ για πρώτη φορά μας έδειξε το πόσο αποτελεσματικά λειτουργεί και πίσω από την κάμερα. Αρχικά το στούντιο της Universal Pictures του ζήτησε να γυρίσει την ταινία του στα έτοιμα πλατό της όμως εκείνος αρνήθηκε πεισματικά. Ύστερα από εκτεταμένο scouting location o Clint επέλεξε την λίμνη Μόνο , της Καλιφόρνια, ως την ‘Κόλαση‘ του. Εκεί έχτισε την ‘πόλη‘ του η οποία αποτελούνταν από δεκατέσσερα σπίτια, μια εκκλησία και ένα ξενοδοχείο. Όλα αυτά μέσα σε μόλις 18 ημέρες και με το μπάτζετ ποτέ να μην ξεπερνάει τον αρχικό προγραμματισμό ! Ο Clint ολοκλήρωσε τα γυρίσματα δυο μέρες πριν την διορία που του είχε δώσει το στούντιο ενώ παράλληλα έκανε γυρίσματα και για το MAGNUM FORCE. Από τα πρώτα του κιόλας σκηνοθετικά βήματα ο Eastwood έδειξε στο Hollywood ότι θα αποτελούσε έναν από τους πιο αξιόπιστους και αποτελεσματικούς επαγγελματίες ολόκλήρης της βιομηχανίας !
Και ναι μπορεί εδώ ο Eastwood να ψάχνει ακόμη το σκηνοθετικό ύφος που μερικά χρόνια αργότερα θα τον οδηγούσε στο μεγαλείο όμως άνετα μπορούμε να πούμε ότι το High Plains… αποτέλεσε την απαρχή της καριέρας του πίσω από τις κάμερες και ότι λειτούργησε ως το πρώτο βήμα της αδιανόητης εξέλιξης του.
Ερμηνευτικά ο Clint δεν ρισκάρει ιδιαίτερα καθώς ουσιαστικά ενσαρκώνει έναν ανώνυμο αντιήρωα που μας παραπέμπει κατευθείαν στον άντρα δίχως όνομα που γνωρίσαμε μέσα από την επική σπαγγέτι γουέστερν τριλογία του Sergio Leone. Αλλά μην ξεγελαστείτε. Εδώ ο ξένος δεν είναι ένας ακόμη περιπλανώμενος τυχοδιώκτης που κοιτά πως να εκμεταλλευτεί προς όφελος του την δυστυχία μιας ολόκληρης πόλης. Αντίθετα είναι ένας άντρας που οι βίαιες και αιματηρές ενέργεις του καθορίζονται από έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό :
O ξένος δεν επιζητά χρήματα , δόξα ή δικαιοσύνη αλλά την απόλαυση που έρχεται όταν κάποιος κατορθώνει να ξεσκεπάσει το ψέμα και την υποκρισία κάποιου άλλου και στην συνέχεια να τον τιμωρήσει για αυτά…

Ποίες όμως είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας τακτικής απέναντι στον άντρα που επιστρατεύει την , κάθε λογής, βία ως μέθοδο τιμωρίας ?
Οι διάλογοι του Tidyman μας δίνουν μια εικόνα της όλης κατάστασης και της ψυχοσύνθεσης του πιστολέρο :
Mordecai:
What happens after?
The Stranger:
Hmm?
Mordecai:
What do we do when it’s over?
The Stranger:
Then you live with it.
Ο Clint μπορεί να έγραψε μετέπειτα την δική του σπουδαία ιστορία ως δημιουργός όμως εδώ ακόμη αδυνατεί να απαρνηθεί τα σκληρά και αιματηρά μαθήματα που του παρέδωσε ο Leone κατά την διάρκεια της συνεργασίας τους.
Εδώ για τον Clint Eastwood η Άγρια Δύση φαντάζει πάντοτε ως ένα μοχθηρό μέρος όπου η κακία και η απληστία ανταμείβονται ενώ η τιμή τιμωρείται με τους πιο σκληρούς και επίπονους τρόπους.
Στο τέλος ένας άντρας μπορεί να κερδίσει το δίκιο του μονάχα μέσα από τις σφαίρες και την πανουργία του…

‘I’m faster than you’ll ever live to be.’
Αφού ολοκλήρωσε την ταινία του ο Clint Eastwood αποφάσισε να γράψει και να στείλει ένα γράμμα στο είδωλο του , τον εμβληματικό ‘καουμπόη‘ John Wayne. Στο γράμμα του ο Clint πρότεινε στον δεύτερο μια μεταξύ τους συνεργασία που θα κλόνιζε τα θεμέλια του γουέστερν σινεμά. Και ο Wayne του απάντησε όχι μόνο αρνητικά αλλά αντιδρώντας με γνήσιο θυμό και απόλυτη απαξίωση !
Για τον Wayne η βία που διέκρινε το High Plains…και η αναθεώρηση που τολμούσε να κάνει ο δημιουργός του στο γουέστερν είδος φάνταζε ως κάτι το ασυγχώρητο. Ο Wayne άσκησε δριμεία κριτική στον Clint και τον κατηγόρησε ότι το φιλμ του ΔΕΝ αποτύπωνε την ‘αληθινή‘ Αμερικάνικη Δύση όπως πίστευε ακράδαντα ότι το έκαναν οι δικές του παντελώς αποστειρωμένες ταινίες.
Και όμως παρά την την απογοήτευση που , ίσως, βίωσε εκείνη την εποχή ο Clint από την κριτική του ειδώλου του ο ίδιος αρνήθηκε να απαντήσει στις κατηγορίες του Wayne και να προσπαθήσει να υπερασπιστεί τις επιλογές του ως δημιουργός.
Βλέπεις στο μυαλό του ο Clint Eastwood είχε ξεκαθαρίσει πλήρως την εικόνα που είχε για την παλιά Αμερική. Το ήξερε ότι ο αστείρευτος ηρωισμός της , οι μύθοι και οι θρύλοι της απλά δεν αρκούσαν ώστε να κρύψουν την βία, την απληστία , την υποκρισία και την αδυναμία που βρίσκονταν θαμμένα σε αυτόν τον τόπο.
Όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να κρυφτούν από το κοινό. Έπρεπε να εξερευνηθούν και να μελετηθούν ακόμη και όταν ήταν αναγκαίο να επιστρατευτούν πολύπλοκες ή κυνικές μέθοδοι.
‘They’d Never Forget The Day He Drifted into Town.’
Ο υπότιτλος στο πόστερ του High Plains Drifter δεν περιέγραφε κυνικά και σταράτα μονάχα την υπόθεση της ταινίας αλλά προμήνυε την εξέλιξη της καριέρας του Clint Eastwood από το 73 και ύστερα…
Leave a Reply