by Αντρέι Κοτσεργκίν
Θα ακουστώ μισάνθρωπος , μπορεί και Μαλάκας, όμως και πάλι θα μοιραστώ μαζί σας μια σκέψη που έκανα κατά την διάρκεια της καραντίνας :
Αν εξαιτίας της πανδημίας κατέληγε να πεθάνει ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού μια τέτοια εξέλιξη ίσως και να μην με πείραζε τόσο…
Ας είμαστε ρεαλιστές η εξάπλωση της ανθρωπότητας επάνω στον πλανήτη φέρει βαρύτατες συνέπειες όχι μονάχα επάνω στην φύση αλλά και σε εμάς τους ίδιους. Οι κοινωνίες που χτίζαμε επί τόσους αιώνες πλέον φαντάζουν ολοένα και περισσότερο με ‘ Βαβέλ‘ που ‘ γέρνουν‘ επικίνδυνα και μοιάζουν έτοιμες ανά πάσα στιγμή να πέσουν επάνω στα κεφάλια μας. Διακρίνοντας την αβεβαιότητα γύρω από το ‘ αύριο‘, ειδικά για το δικό μου ‘ αύριο‘ , η ιδέα μιας μερικής κατάρρευσης του πολιτισμού μας δεν μου φάνηκε και τόσο τρομαχτική . Στην τελική πρέπει πρώτα να γκρεμίσεις κάτι ώστε στην συνέχεια να μπορέσεις να το ξαναχτίσεις και αυτή τη φορά επάνω σε πιο στιβαρά θεμέλια.
Πάντως η σκέψη αυτή δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ καθώς το THE ROVER , το φιλμ του σκηνοθέτη David Michod, μου θύμισε μια άλλη εξίσου σκληρή πραγματικότητα :
Η ενδεχόμενη κατάρρευση της ανθρώπινης κοινωνίας σε καμία περίπτωση ΔΕΝ προϋποθέτει και μια νέα ανοικοδόμηση της.
Τι θα συμβεί αν εκείνοι που θα επιβιώσουν δεν θα τους έχει απομείνει η παραμικρή διάθεση ώστε να δημιουργήσουν ξανά κάτι ?
Στην ταινία του ο Michod μας στέλνει στην, διόλου μακρινή, δυστοπία και μέσα σε μια Αυστραλία που οι κάτοικοι της πλήττονται από ένα ακόμη παγκόσμιο οικονομικό κραχ. Μονάχα που αυτή τη φορά το ‘ αύριο‘ φαντάζει πιο ζοφερό και ανούσιο από ποτέ καθώς ελάχιστοι άνθρωποι έχουν απομείνει επάνω στον πλανήτη οι οποίοι θα νοιαστούν όχι μονάχα για την διατήρηση των οργανωμένων κοινωνιών αλλά και που να δίνουν έστω και μια δεκάρα για τον συνάνθρωπο τους.
Στο THE ROVER το μόνο που βλέπουμε είναι βίαιους και βλοσυρούς άντρες που επάνω στην ανικανότητα τους να νιώσουν το παραμικρό θετικό και ανιδιοτελές συναίσθημα και την άρνηση τους να κοιτάξουν μπροστά επιλέγουν να επαναφέρουν τις πρακτικές της ‘ Άγριας Δύσης’.
Ο κόσμος του THE ROVER είναι ένα μέρος όπου επιβιώνουν οι πιο βίαιοι , αμείλικτοι και πονηροί άντρες…

Η ιστορία του THE ROVER ξεκινά με μια ομάδα παρανόμων να κλέβουν το αμάξι ενός βλοσυρού , σιωπηλού και μουσάτου Guy Pearce.
Η κίνηση αυτή θα αποδειχθεί ένα τεράστιο λάθος μιας και ο άντρας αυτός ξεκινά να ακολουθεί πεισματικά την συμμορία έχοντας ως μοναδικό σκοπό το να του επιστραφεί το αμάξι του.
Οι ‘ μπαντίτος‘ αρχικά θα χλευάσουν και θα σαπίσουν στο ξύλο τον διώκτη τους. Θα τον παρατήσουν στην μέση της ερήμου νομίζοντας ότι ξεμπέρδεψαν μαζί του για τα καλά. Η πεποίθηση αυτή δεν θα αργήσει να αποδειχθεί μια απόλυτη πλάνη.
Καθώς ο πεισματάρης Guy θα οργώνει τις ερήμους και τις μικρές και παρηκμασμένες πόλεις της Αυστραλίας, πόλεις στις οποίες η έννοια του Νόμου μεταφράζεται σε πράξεις αυτοδικίας και ίσως σε μερικές περιπόλους κρατικών μισθοφόρων, θα καταλήξει να πέσει τυχαία επάνω σε ένα πληγωμένο Robert Pattinson.
Ο νεαρός και συγχυσμένος ‘πιστολέρο‘ καλείται να κάνει και εκείνος την δική του αναζήτηση καθώς ο αδελφός του και η συμμορία τους τον άφησαν πίσω όταν εκείνος πληγώθηκε από τις σφαίρες ενός στρατιώτη κατά την διάρκεια μιας ληστείας που διέπραξαν.
Όταν οι δρόμοι των δυο αντρών διασταυρωθούν η φάση θα γίνει εξαιρετικά αμήχανη , περίεργη και φυσικά υπέρμετρα βίαιη…

Το THE ROVER είναι ένα χαμηλού μπάτζετ φιλμ που αν και μας ταξιδεύει σε μια δυστοπία προτιμά να κινείται στους ρυθμούς ενός νεο-γουέστερν. Το μέλλον του φιλμ δεν μας πάει και πολύ μακριά. Αντίθετα σου δίνει την πικρή και αγχωτική αίσθηση ότι βρίσκεται μόλις μερικές ανάσες κοντά μας.
Το σενάριο του Michod, το οποίο συνυπογράφει ο ηθοποιός Joel Edgerton, είναι εξαιρετικά απλοϊκό καθώς μας ξεδιπλώνει γνώριμες ιστορίες αναζήτησης , τυχωδιοκτισμού και εκδίκησης. Και όμως παρά την απλοϊκότητα της πλοκής και του γεγονότος ότι ο ‘ ήρωας‘ μας με το ζόρι ξεστομίζει μια χούφτα λέξεις η ταινία καταλήγει να μας λέει αρκετές σκληρές και ανησυχητικές αλήθειες γύρω από την φύση μας.
Αυτό το φιλμ σχεδόν φαντάζει σαν ένας προάγγελος του πρώτου MAD MAX. Μας τοποθετεί σε μια Αυστραλία όπου ενώ η οργανωμένη Κοινωνία φαίνεται ακόμη να βαστάει, έστω και ισχνά, παράλληλα αρχίζει να διακρίνεται στον ορίζοντα και το απόλυτο Χάος που ετοιμάζεται να σκεπάσει αυτόν τον τόπο. Οι δομές της Κυβέρνησης καταρρέουν συστηματικά . Η φτώχεια, η απόγνωση και η πείνα θερίζουν τους κατοίκους αυτού του τόπου και έτσι δίνεται επιτέλους η δυνατότητα στους σκληρούς και αμείλικτους άντρες να αποκτήσουν οτιδήποτε μπορούν να αποκτήσουν μέσα από πράξεις ωμής βίας. Κάποιοι θα το κάνουν από ανάγκη και κάποιοι από καθαρή απληστία. Μερικοί από αυτούς τους άντρες απλά βρήκαν επιτέλους μια ‘ αφορμή‘ ώστε να απελευθερώσουν από μέσα τους όλη την βία και την κτητικότητα ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε αυτά τα δυο εξαιτίας των κακουχιών και τον τραυμάτων που βίωσαν ή βιώνουν μέσα στην νέα πραγματικότητα.
Ο χαρακτήρας του Guy Pearce φαίνεται να ανήκει στην δεύτερη κατηγορία όμως βλέποντας τον να σπέρνει στο διάβα του τον πόνο και τον θάνατο, επάνω στην προσπάθεια του να ανακτήσει εκείνο που του ανήκει, ως θεατής ποτέ σου δεν θα είσαι σίγουρος για το τι πραγματικά είναι αυτός ο άντρας…

Ο Pearce εδώ μας παρουσιάζει ένα θνητό κράμα ανάμεσα σε κάποιον σιωπηλό και βίαιο αντιήρωα από τα περίφημα σπαγγέτι γουέστερν του Sergio Corbucci και έναν ‘ τρελό‘ άντρα που θα μπορούσε να ανήκει στην πρώιμη εποχή του MAD MAX, πριν οι κάτοικοι της Αυστραλίας ξεκινήσουν να κυκλοφορούν με δερμάτινα μπουφάν και παντελόνια που αφήνουν τα κωλομέρια τους εκτεθειμένα στην ασφυκτική ζέστη της ημέρας και στο αδυσώπητο κρύο της νύχτας. Παράλληλα σε ορισμένα σημεία του, τόσο θεματολογικά όσο και οπτικά, το φιλμ προσεγγίζει τους ‘ Ασυγχώρητους‘ του Clint Eastwood καθώς o Pearce ρίχνει επάνω στην άμμο μια ‘ φιλοσοφία‘ γύρω από την εκδίκηση και τον φόνο :
‘You should never stop thinking about a life you’ve taken. That’s the price you pay for taking it.’
Ο Guy Pearce μπορεί ποτέ του να μην χρίστηκε σαν κάνας ‘ αστέρας‘ του Hollywood όμως που να με πάρει ο τύπος είναι εξαιρετικός ηθοποιός. Ένας ηθοποιός που παραδοσιακά αρέσκεται στο να ρισκάρει και να πειραματίζεται με τους ρόλους του, είτε παίζει σε κάνα ηλίθιο μπλοκμπάστερ τύπου BLOODSHOT, είτε σε κάποιο στιβαρό Indie φιλμ όπως στην προκειμένη περίπτωση. Ο Pearce αφήνει στην άκρη τα πολλά λόγια και τις γκριμάτσες. Ότι έχει να μας το πει το δηλώνει μέσα από το βλέμμα του και τις αποτρόπαιες πράξεις του.
Αντίθετα εκείνος που δεν σταματά να μιλά εδώ είναι ο Robert Pattinson…

Ο Pattisnon παίζει έναν νεαρό, και κάπως ελαφρόμυαλο, ληστή που πέφτει θύμα μιας σκληρής εγκατάλειψης και στην συνέχεια αποφασίζει να ζητήσει τα ρέστα από εκείνους που τον άφησαν πίσω. Για τον λόγο αυτό συμμαχεί με τον Pearce που αναζητά την συμμορία του πρώτου αλλά για τους δικούς του λόγους. Σε αντίθεση με τον απόλυτα μεθοδικό και βλοσυρό Pearce o Pattinson αποδίδει τον χαρακτήρα του ως έναν πολυλογά και υπερκινητικό τύπο που διακρίνεται από τικς και τραυλίσματα. Οι δυο άντρες φαίνεται να διαφέρουν σε όλα μεταξύ τους όμως να που μέσα από την αναγκαστική συνύπαρξη τους βρίσκουν και δυο στοιχεία που τους ενώνουν :
Και οι δυο τους αναζητούν τα ίδια άτομα.
Και οι δυο τους είναι εξαιρετικά ικανοί φονιάδες…

Ο Michod παίρνει αυτούς τους δυο αιμοδιψείς άντρες και τους στέλνει σε ένα σκονισμένο Road Trip το οποίο σε αρκετούς θεατές σε κάποιες στιγμές του ίσως και να φαντάζει μονότονο. Ακόμη και η βία παρά την ωμότητα της είναι εξαιρετικά μετρημένη και μεθοδική. Όμως να που ακριβώς αυτή η μονοτονία είναι εκείνο το στοιχείο που αναδεικνύει την θεματολογία της ταινίας του. Καθώς βλέπουμε τους δυο άσπονδους συμμάχους να ταξιδεύουν στις απέραντες εκτάσεις της Αυστραλίας σε μερικές στιγμές οι δυο τους μοιάζουν να σκανάρουν το τοπίο με την ελπίδα ότι θα διακρίνουν έστω και ένα μικρό σημάδι του πολιτισμού. Όσο και αν έχουν απομακρυνθεί από τις προσταγές μιας οργανωμένης και πολιτισμένης κοινωνίας και οι δυο τους εξακολουθούν να νιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν έστω και για μια φευγαλέα στιγμή σε αυτή. Ο νεώτερος από τους δυο την νιώθει εξαιτίας της έμφυτης περιέργειας του να δει επιτέλους πως ήτανε ένας τέτοιος κόσμος ενώ ο μεγαλύτερος της ιστορίας θέλει να την αντικρίσει για μια τελευταία φορά ώστε να αμφισβητήσει τις αξίες της, αξίες που αποδείχθηκαν εξαιρετικά εύθραυστες, αλλά και για να της ζητήσει τα ρέστα.
Στο THE ROVER γινόμαστε μάρτυρες ενός κόσμου που οι κάτοικοι του έχουν αποδεχθεί πλήρως την ιδέα ότι η Κυβέρνηση τους εγκατέλειψε. Δεν έχουν τίποτε το θετικό, το όμορφο ή το αισιόδοξο να προσμένουν πλέον. Το ‘ αύριο‘ είναι απλά το αύριο και δεν θα διαφέρει σε τίποτα με το σήμερα. Το μόνο που έχει μείνει σε αυτούς τους ανθρώπους να κάνουν είναι να προσπαθούν σε καθημερινή βάση να επιβιώσουν , να υπερασπίζονται τα λιγοστά πράγματα που τους έχουν απομείνει ή να προσπαθούν να πάρουν δια της βίας εκείνα που επιθυμούν. Κάθε μέρα είναι ίδια με την προηγούμενη. Τίποτε το καλό δεν αναμένεται να συμβεί. Το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνονται οι πράξεις βίας και φονικού που πλέον αποτελούν ρουτίνα.
Οι δυο αντιήρωες της ιστορίας κατέληξαν να χάσουν ο καθένας από κάτι. Εκείνος του Pattinson έχασε την αγάπη που του πρόσφερε ο αδελφός του. Στον αντίποδα εκείνος του Pearce είδε ένα τσούρμο λεχρίτες να του κλέβουν το αμάξι.
Γιατί όμως ένας άντρας να κινήσει γη και ουρανό επάνω στην προσπάθεια του να ανακτήσει ένα παλιό σαράβαλο και μάλιστα σε ένα τόπο και μια εποχή όπου μπορεί να αποκτήσει όσα αμάξια θέλει αρκεί να έχει ένα περίστροφο στο χέρι του ?
Φυσικά και η απάντηση κρύβεται στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου όμως λέω να αφήσω σε εσάς αναγνώστες μου την εμπειρία αυτής της αποκάλυψης…

Το φιλμ αυτό μας θυμίζει ότι ένας άντρας που δεν έχει τίποτε να χάσει είναι ένας άντρας που πρέπει να τον φοβάσαι. Αλλά τι θα γίνει όταν φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η κοινωνία μας θα είναι γεμάτη από άνδρες που δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν ?
Η σκέψη αυτή μπορεί να είναι πραγματικά αγχωτική…
Όμως ίσως τελικά η ανάμνηση αυτού ή εκείνου που ‘ χάθηκε‘ κάποτε να αρκεί ώστε να αφυπνίσει ορισμένους από αυτούς τους άντρες. Στο THE ROVER o αντιήρωας του Guy Pearce διαπράττει μια σειρά από φονικά ώστε να μπορέσει να ρίξει μια τελευταία ματιά μέσα στο πορτμπαγκάζ όπου κρύβεται αυτό το κάτι που τον κρατούσε κάποτε ακόμη σε μια ανθρώπινη κατάσταση.
Ο άντρας αυτός θέλει να το αντικρίσει για μια τελευταία φορά ίσως σε μια προσπάθεια του να θυμηθεί το ποίος ήτανε πριν ο κόσμος του πάει κατά διαόλου. Και στην συνέχεια θα το θάψει μια για πάντα κάπου στο πουθενά της ερήμου…
Θα καταλήξει άραγε να θάψει μαζί του και την τελευταία στάλα ανθρωπιάς που του έχει απομείνει , αν φυσικά απέμεινε κάτι από αυτή ? Είναι πλέον προορισμένος να περιπλανιέται στις ερήμους σαν ένα ‘ κτήνος’ δίχως συναισθήματα και σκοπό ή υπάρχει ακόμη μια ελπίδα ?
Αυτό δεν μπορεί να το ξέρει κανείς μας. Ούτε καν ο ίδιος. Στο φινάλε το μόνο που θα μας μείνει να κάνουμε είναι να προχωρήσουμε κατευθείαν μέσα στην έρημο και όταν έρθει το τέλος ίσως να προλάβουμε , αν είμαστε τυχεροί και ικανοί, να αναλογιστούμε το που μας οδήγησε αυτή η ζωή…
Τουλάχιστον στην δική μας την ζωή όπως αποδείχθηκε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων εξακολουθεί να νοιάζεται. Κάποιοι έχουν ακόμη να χάσουν κάτι και είναι πρόθυμοι να μοχθήσουν όχι μόνο ώστε να αποτρέψουν την δική τους χασούρα αλλά και για να βοηθήσουν τον συνάνθρωπο τους να διατηρήσει τα δικά του υπάρχοντα.
Σκονισμένο, σιωπηλό, βίαιο και μηδενιστικό το THE ROVER πιθανότατα δεν είναι το δικό μας ‘ αύριο‘. Και πάλι όμως αυτό το ‘ μονότονο’ και ωμό φιλμ μας δείχνει ένα από τα πολλά ‘ αύριο‘ που ίσως μια μέρα τα δούμε να ξημερώνουν κατευθείαν μέσα στα ανυποψίαστα μούτρα μας. Είναι ίσως ο προάγγελος μιας εποχής όπου θα βιώνουμε μια ακόμη ‘ καταστροφή‘ μονάχα που αυτή τη φορά δεν θα δίνουμε δεκάρα διότι πλέον θα έχουμε στερηθεί τα πάντα , μαζί και την ανθρωπιά μας.
Leave a Reply