by Αντρέι Κοτσεργκίν
Ύστερα από την επιτυχία της πρόσφατης αναβίωσης του RESIDENT EVIL# 2 ήταν αναμενόμενο και λογικό ότι η CAPCOM θα λειτουργούσε ξανά σαν μια UMBRELLA CORPORATION και θα πειραματίζονταν και με την ‘ ανάσταση‘ του επόμενου κεφαλαίου των αγαπημένων μας 90s παιχνιδιών.
Είναι αποδεδειγμένο ότι η νοσταλγία πουλάει. Ο κινηματογράφος εδώ και πάνω από μια δεκαετία ποντάρει , ολοένα και περισσότερο, στην νοσταλγία των θεατών σερβίροντας μας αναμασημένη τροφή που τις περισσότερες φορές απέχει κατά πολύ από την γλυκιά και έντονη γεύση εκείνων των ‘πρώτων πιάτων’. Και τώρα βλέπουμε ότι και τα Video Games έχουν μπει για τα καλά σε αυτή την λογική. Μιας και αυτή η τακτική είναι αναπόφευκτη στο τέλος εμείς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις αναβιώσεις με ένα και μοναδικό ερώτημα :
Έχουν κάποιο ουσιαστικό λόγο ύπαρξης , δηλαδή όντως τιμούν , εμπλουτίζουν και εξελίσσουν τα παιχνίδια με τα οποία γαλουχηθήκαμε και τα λατρέψαμε ή απλά καταδιώκουν με μανία τα πορτοφόλια μας περνώντας μας για ρομαντικούς ηλίθιους ?
Σε αντίθεση με τον προκάτοχο του το RESIDENT EVIL #3 στοχεύει προς το δεύτερο σκέλος του παραπάνω ερωτήματος …

Η ιστορία του RE#3 εκτυλίσσεται παράλληλα με εκείνη του προηγούμενου παιχνιδιού και εδώ καλείσαι ως Jill Valentine να βρεις μια διέξοδο διαφυγής από την μολυσμένη ‘Κόλαση‘ στην οποία έχει διαστρεβλωθεί η RACCOON CITY εξαιτίας των φριχτών και παράνομων πειραμάτων της εταιρείας UMBRELLA επάνω στα βιολογικά όπλα. Μάλιστα η Jill πρέπει να βρει πολύ γρήγορα έναν τρόπο να την κάνει από εκεί μιας και η Κυβέρνηση σχεδιάζει να ‘ εξαγνίσει‘ την πόλη μέσω μιας πυρηνικής κεφαλής…
Όμως η απόδραση της ηρωίδας μας ενώ εξαρχής ήταν μια δύσκολη υπόθεση, λόγω της παρουσίας των ζωντανών νεκρών που κυκλοφορούν μέσα στην πόλη, θα γίνει ακόμη πιο ζόρικη όταν ένας απρόσμενος επισκέπτης χτυπάει την πόρτα … ή πιο σωστά κατεδαφίζει ολοσχερώς το διαμέρισμα της Claire στα πρώτα κιόλας λεπτά του RESIDENT EVIL #3…

Η ‘ανάσταση‘ του εμβληματικού τέρατος που πίσω στα 90s γνωρίσαμε ως Nemesis και που στοίχειωσε με την παρουσία του τις νύχτες μας προφανώς και θα ήταν το ‘selling point’ για την CAPCOM όσον αφορά αυτό το remake. Ναι όλοι μας ενθουσιαστήκαμε στην είδηση ότι ο θηριώδης και τερατώδης Stalker / Εξολοθρευτής θα επέστρεφε ώστε να μας δημιουργήσει νέους εφιάλτες όμως επίσης η απορία όλων μας ήταν αν η εταιρεία θα χειρίζονταν σωστά αυτή την επιστροφή ή αν θα τα σκάτωνε.
Προσωπικά εμένα μου έμεινε η εντύπωση ότι ο Nemesis βρίσκεται κάπου στην μέση αλλά παράλληλα γέρνει επικίνδυνα προς τα σκατά…

Όπως και στο αυθεντικό game έτσι και εδώ το πλάσμα κάνει από νωρίς αισθητή την παρουσία του και σου χαρίζει ένα απολαυστικά έντονο και εφιαλτικό ξεκίνημα.
Η αρχική του μορφή σε επίπεδο σχεδιασμού είναι άψογη μιας και ο Μπάσταρδος αυτός φαντάζει ως το απόλυτο κράμα ανάμεσα σε έναν Εξολοθρευτή, τον φουλ ντυμένο Doomsday από το comic ‘ Ο Θάνατος του Superman’ και το Cenobite που μέσα από τις ταινίες του σύμπαντος του HELLRAISER γνωρίσαμε ως ‘ Chatterer‘…

Οι πρώτες σου συναντήσεις με τον Nemesis ξεριζώνουν από μέσα σου ένταση και φόβο. Όμως κανένα από τα δυο συναισθήματα δεν διατηρείται για πολύ.
Οι σποραδικές εμφανίσεις του διώκτη σου αυτή τη φορά είναι κυρίως scripted και οι κινήσεις και οι τακτικές του επαναλαμβανόμενες κάτι που έχει ως συνέπεια από ένα σημείο και ύστερα να αντιμετωπίζεις την παρουσία του ως μια ‘ ρουτίνα‘. Και ενώ αυτή τη φορά ο Nemesis έχει πιο επιβλητική παρουσία, περισσότερα όπλα και ικανότητες σε φάση THE MATRIX στο τέλος απλά απέτυχε να γίνει ο ‘ εφιάλτης‘ μου. Ειδικά προς το φινάλε του παιχνιδιού όπου μεταμορφώνεται σε ένα διαφορετικό πλάσμα ο Nemesis όχι απλά δεν με φόβισε ή απείλησε αλλά με έκανε κάπως να …γελάσω καθώς κατέληξε να φαντάζει με έναν …‘Hulk σκύλο’…
Ο τρόμος αλλά και η γλύκα του παλιού RE#3 βρίσκονταν στο γεγονός ότι ποτέ σου δεν θα ήσουν σίγουρος από που θα εμφανίζονταν ο διώκτης σου. Κάθε πόρτα που τολμούσες να ανοίξεις σου μετέφερε ένα έντονο σασπένς με την σκέψη ότι πίσω της υπήρχε το ενδεχόμενο να σε παραμονεύει ο Nemesis . Εδώ αυτή η αίσθηση δεν είναι και τόσο αισθητή…
Πέραν των στιγμών που συναντάς τον αντίπαλο σου σε καθορισμένα σημεία του παιχνιδιού εξίσου απογοητευτικές ήταν και οι αναμετρήσεις μας στα Boss Fights. Στο καθένα από αυτά το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να τρέχεις συνεχώς, να κάνεις Dodge στις επιθέσεις του την σωστή στιγμή και να στοχεύσεις στο σωστό σημείο. Ειλικρινά θα περίμενα η CAPCOM να δείξει μεγαλύτερη ευρηματικότητα ως προς τις μάχες με έναν τέτοιο εχθρό.
Αυτός ο Nemesis δεν με άγχωσε, δεν με τρομοκράτησε αλλά ούτε και με συνάρπασε. Αντίθετα με έκανε να νοσταλγώ τον Mister X από το προηγούμενο κεφάλαιο αλλά και τον παλιό Πασοκικό Nemesis του αυθεντικού RESIDENT EVIL #3.
Όμως η μεγαλύτερη απογοήτευση μου συναντάται σε δυο μικρές αλλά εξαιρετικά χτυπητές αλλαγές στις οποίες προέβη η εταιρεία όσον αφορά τις συναντήσεις σου με τον Nemesis…

Τα περίφημα Live Selection του αυθεντικού game που επέτρεπαν να προχωρήσεις την ιστορία με διαφορετικούς τρόπους έχουν σβηστεί πλήρως. Εδώ η πορεία σου είναι στρωτή από πριν και λειτουργεί ως μονόδρομος. Η CAPCOM θέλησε να ενισχύσει το στοιχείο του ρεαλισμού και να δώσει μια πιο σύγχρονη και κινηματογραφική αισθητική στο Video Game της και αυτή η τακτική λειτουργεί ως ευχή και κατάρα ταυτόχρονα για το RE#3.
Για μένα το Live Selection σύστημα ήταν ένα από τα ‘ κερασάκια‘ του παλιού παιχνιδιού καθώς πέραν του ότι σου έδιναν την διάθεση να παίξεις παραπάνω από μια φορές το παιχνίδι ταυτόχρονα σου χάριζαν και μερικά από τα Highlights του. Σου έδιναν μερακλίδικες επιλογές όπως πχ να σπρώξεις τον θηριώδη και απέθαντο Μπάσταρδο που σε καταδιώκει από την οροφή μιας εκκλησίας ή να τον τυφλώσεις με έναν προβολέα ! Σε ανάγκαζαν να πάρεις μια τολμηρή απόφαση σχετικά με το αν θα κάτσεις να τον αντιμετωπίσεις στα ίσα ή αν θα λειτουργήσεις με τα ένστικτα της λογικής και της επιβίωσης βάζοντας το στα πόδια…
Μάλιστα η ‘ολική διαγραφή’ του Live Selection καταλήγει να γαμήσει ανεπανόρθωτα μια από τις στιγμές που πραγματικά αγάπησα όταν έπαιζα το παλιό game…
‘You want stars? I’ll give you stars !’
Η σεκάνς και η ατακάρα που έκαναν τότε την Jill Valentine να μοιάζει με μια γαμάτη Action ηρωίδα τύπου Ellen Ripley ή Sarah Connor ακούγεται ξανά και εδώ όμως σε εντελώς ΛΑΘΟΣ σημείο…
Ναι είναι μια μικρή λεπτομέρεια αλλά προσωπικά εμένα με ξενέρωσε σε τεράστιο βαθμό με αποτέλεσμα αυτή τη φορά να μην είμαι τόσο ενθουσιασμένος στην προοπτική να κάτσω να δω τα ‘STAAARS‘ παρέα με τον Nemesis στον νυχτερινό ουρανό μιας πόλης που φλέγεται από παντού…
Όσον αφορά την απόδοση της ιστορίας και των θνητών χαρακτήρων τα πράγματα κινούνται σε σαφώς καλύτερο επίπεδο.

Στην ιστορία του RE#3 η Jill Valentine ενώ ξεκινά ως το ‘ θήραμα‘ του τέρατος που την καταδιώκει μανιωδώς πολύ γρήγορα εξελίσσεται σε μια Ultimate Badass ηρωίδα που ενώ αρχικά κοιτάζει πως θα αποδράσει και θα επιβιώσει καταλήγει να μάχεται με όλο της το είναι για την σωτηρία των λιγοστών ζωντανών ανθρώπων που έχουν ξεμείνει στην RACCOON CITY αλλά και για να βρει τις αποδείξεις που θα χώσουν τα εταιρικά Καθάρματα της UMBRELLA πίσω από τα κάγκελα της στενής.
Πέραν του machismo αυτή τη φορά διακρίνουμε και μια τραγικότητα επάνω στην Jill μιας και την βλέπουμε , και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο, να στοιχειώνεται ακόμη από τα εφιαλτικά γεγονότα που βίωσε σε εκείνη την έπαυλη κατά την διάρκεια της ιστορίας του πρώτου RESIDENT EVIL. Εδώ η ηρωίδα καλείται όχι μόνο να νικήσει τα τέρατα αλλά και τους ίδιους της τους εφιάλτες…
Απόλυτα θετική εξέλιξη έχουμε και στον χαρακτήρα του μισθοφόρου που πίσω στα 90s μας συστήθηκε ως Carlos Oliveira.

Ο μισθοφόρος της UMBRELLA και απρόσμενος σύμμαχος σου αυτή τη φορά όχι μοιάζει περισσότερο με έναν ‘Carlos‘ εμφανισιακά αλλά αποκτά επιτέλους μια δική του δυναμική προσωπικότητα και χαρακτηριστικά που θα σε κάνουν να νοιαστείς για τον χαρακτήρα του και να θες να παίξεις μαζί του και ας έχει το μαλλί του Φελαϊνί !

Γενικότερα η ιστορία του remake κινείται σε πιο ρεαλιστικά αλλά και μπλοκμπάστερ επίπεδα με αποτέλεσμα να ικανοποιεί τους παλιούς gamers αλλά και να έχει μια απήχηση και στους ‘ ψάρακες‘. Η σύνδεση με το προηγούμενο παιχνίδι σου δίνει την αίσθηση ότι κινείσαι στο ίδιο σύμπαν αλλά δημιουργεί αναπόφευκτα και την εντύπωση της επανάληψης. Ναι οι χαρακτήρες και η ιστορία είναι καλοδουλεμένα, το gameplay είναι στιβαρό όμως εντοπίζονται και αρκετές αστοχίες και μια προχειρότητα στο γενικό στήσιμο και τον σχεδιασμό.
Για παράδειγμα από ένα σημείο και ύστερα βαρέθηκα να σκοτώνω …ξανά…το ίδιο χοντρό ζόμπι ή το ζόμπι ‘ δημόσιος υπάλληλος’ και να πέφτω επάνω στον Nemesis. Τα γραφικά και οι τοποθεσίες γράφουν καλά στο μάτι. Η , στα πρόθυρα της Αποκάλυψης, πόλη αποτελεί ένα εφιαλτικό αλλά και γαμάτο σκηνικό όμως τα μέρη που επισκέπτεσαι και εξερευνάς δεν διαφέρουν και τόσο από εκείνα του προηγούμενου κεφαλαίου. Επίσης αυτή τη φορά ενώ πυροβολείς τα ζόμπι εκείνα δεν διαμελίζονται με τον ίδιο απολαυστικό ρεαλισμό…
Στα θετικά πάντως τοποθετώ την μεγαλύτερη ποικιλία σε εχθρούς και τέρατα. Ειδικά η επιστροφή των Hunters και των αραχνοειδών είναι απόλυτα ευπρόσδεκτη.
Επίσης εδώ έχουμε και την ολική απουσία των περίφημων και σήμα κατατεθέν γρίφων του RE σύμπαντος. Τα μοναδικά πράγματα που θα κληθείς να ‘ λύσεις’ είναι το να βρεις κάτι ασφάλειες ώστε να μπορέσεις να ανοίξεις πόρτες . Η επιλογή αυτή έγινε ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση στον παίκτη μιας πιο ‘ ρεαλιστικής‘ και Action εμπειρίας όμως ορισμένες παραδόσεις καλό θα ήταν να διατηρούνται.

Το RESIDENT EVIL #3 είναι ένα όμορφο και στιβαρό παιχνίδι που όμως διακατέχεται από τεμπελιά και προχειρότητα και μάλιστα σε μια εποχή όπου πολλά video games φαντάζουν πιο πλούσια και καλοδουλεμένα ακόμη και από τις πιο ακριβές κινηματογραφικές παραγωγές του Hollywood.
Το παιχνίδι αυτό υποφέρει από μια έλλειψη βάθους και δεν σου δίνει μεγάλο κίνητρο ώστε να το ξαναπαίξεις άμεσα ή ακόμη και στο μακρινό μέλλον. Διάολε εδώ οι δημιουργοί του όχι μόνο δεν μας προσφέρουν και πολλά Bonus αντικείμενα ή στολές ώστε να τα ξεκλειδώσουμε αλλά δεν δίνουν ούτε καν στο ίδιο το game μια διάρκεια της προκοπής. Επίσης η απουσία του λατρεμένου Mercenaries minigame κρίνεται ως μια εγκληματική παράβλεψη από μεριάς των δημιουργών.

Τουλάχιστον αυτή τη φορά το κυνηγετικό ‘ Ράμπο’ μαχαίρι που έχεις στην διάθεση σου δεν κινδυνεύει να …στομώσει ύστερα από μερικά μόλις χτυπήματα…
Η CAPCOM έχει το θράσος να ζητά από τους gamers να σκάσουν γύρω στα 50 ευρώ για ένα Video Game που ένας gamer απλά της προκοπής μπορεί άνετα να το τερματίσει μέσα σε μόλις πέντε ώρες. Ένα game που όσο γαμάτο και αν είναι στα γραφικά του και σε άλλες εκφάνσεις του στην τελική μοιάζει να λειτουργεί ως ένα…DLC, μια επέκταση του προκατόχου του.
Στην τελική το remake του RESIDENT EVIL #3 είναι μια ακόμη υπενθύμιση ότι η CAPCOM ως εταιρεία παραδοσιακά εφαρμόζει τακτικές και πρακτικές παρόμοιες με εκείνης της μυθοπλαστικής UMBRELLA CORPORATION. Ναι πολλές φορές τα ‘ τέρατα‘ της είναι γοητευτικά και συναρπαστικά όμως σε άλλες περιπτώσεις ζέχνουν από προχειρότητα και κατασκευαστικές αδυναμίες. Και το παιχνίδι αυτό εγκλωβίζεται σε μια ενδιάμεση κατάσταση.
Βαθμολογία : Το RESIDENT EVIL #3 είναι μια χαρά παιχνίδι DLC ( ειδικά αν το αποκτήσεις τζάμπα) ώστε να το παίξεις ενώ βιώνεις την δική σου πανδημία αλλά μόνο για μια φορά.

Leave a Reply